77201 - #60: Περί Πίστης και Θρησκείας
Ν. Λυγερός
Σ’ αυτό το Podcast θέλουμε να μιλήσουμε περί Πίστης και περί Θρησκείας. Μας το ζήτησαν, γιατί μερικοί έχουν κάποια δυσκολία, μπορεί ακόμα και συναισθηματική περί πίστης, μπορεί να είναι και νοητική, γιατί δε βλέπουν ξεκάθαρα ποια είναι η διαφορά μεταξύ της πίστης και της θρησκείας και θεωρούν συχνά ότι επειδή δεν πολυπιστεύουν στη θρησκεία, μπορεί και να μην πιστεύουν στην πίστη. Εμείς αυτό που βλέπουμε, όταν αναλύουμε και τα Ιερά Κείμενα, είναι ότι υπάρχει όντως μία διαφοροποίηση μεταξύ της πίστης, που είναι πιο γνήσια, πιο πηγαία, το βλέπουμε ειδικά στον Απόστολο Πέτρο αλλά ακόμα και στον Ανδρέα, και υπάρχει και κάτι που είναι πιο έντεχνο, το βλέπουμε βέβαια στον Απόστολο Παύλο. Όσον αφορά τώρα τη διαφοροποίηση είναι ότι η Θρησκεία χρειάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο. Χρειάζεται κανόνες, χρειάζεται ένα δόγμα και μερικές φορές μπορεί να υπάρχει μια διαφωνία, γιατί δεν συμπίπτουν όλα τα στοιχεία με αυτό που μπορεί να πιστεύει κάποιος. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είναι πιστός, απλώς δεν ακολουθεί κατά γράμμα το σύστημα. Είναι άλλοι που προσπαθούν να πουν ότι, επειδή ακολουθούν το σύστημα κατά γράμμα , είναι πιστοί. Και αυτό είναι λάθος γιατί είναι οι μεν στην άγνοια του συστήματος, οι δε μέσα στο σύστημα, άρα τελικά η πίστη είναι κάτι το διαφορετικό. Όταν βλέπουμε την πίστη σε σχέση με τον Χριστό, σε σχέση με τα θαύματα, σε σχέση με τις πράξεις και γενικότερα με το έργο, καταλαβαίνουμε ότι για να πιστέψουμε στον Χριστό, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο που να υποστηρίζει αυτήν την πίστη. Απλώς όταν μιλάμε για υποστήριξη πρέπει να καταλάβουμε ότι, πριν εμφανιστούν οι Επιστολές του Παύλου, υπήρχε ήδη ο Λόγος του Χριστού. Άρα φάνηκε ότι ο Λουκάς πολύ σωστά έπραξε λέγοντας στον Παύλο ‘γράψε τον Λόγο’. Αρχικά διαφωνούσε αλλά τελικά το έκανε. Όταν το βλέπουμε στη συνέχεια με τους Ευαγγελιστές, και με τους τέσσερις, και βέβαια ακόμα πιο ειδικά με τον Ιωάννη, γιατί έχουμε τα τρία συνοπτικά και ένα Ευαγγέλιο που είναι πιο Χριστολογικό, ότι υπάρχει μία απαίτηση πρώτον: της καταγραφής του έργου, δεύτερον: μια βαθύτητα, που θα εμφανιστεί στο τέταρτο Ευαγγέλιο, που δεν υπήρχε πριν στα Συνοπτικά κι εξηγείται βέβαια κι απ’ τις Επιστολές. Όταν το βλέπουμε συνολικά αυτό το έργο, καταλαβαίνουμε ότι είναι μια δομή και μια υποδομή, που έρχεται να υποστηρίξει μια πίστη, η οποία σε μερικά σημεία δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί και γι’ αυτό βέβαια έχουμε στη συνέχεια και τις Πράξεις των Αποστόλων, που λειτουργούν βοηθητικά. Άμα το σκεφτούμε με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι υπάρχει μία δομή, η οποία δεν έχει αποκτήσει ακόμα τα υπερδομικά στοιχεία, ειδικά άμα τη σκεφτούμε πριν τον Άγιο Ειρηναίο, η οποία έρχεται να στηρίξει μία πίστη, που μπορεί να είναι πηγαία λόγω του Λόγου του Χριστού, αλλά η οποία όμως, όταν υπάρχει μία αντιπαράθεση με τους άλλους, έρχεται μία δυσκολία γιατί δεν υπάρχουν τα επιχειρήματα. Όταν διαβάζουμε καλά τα Ευαγγέλια, βλέπουμε ότι ο Χριστός δε μιλάει με τον ίδιο τρόπο αν μιλάει σε αθώους, αν μιλάει σε μαθητές, αν μιλάει σε Φαρισαίους. Αυτό είναι μία εξοικείωση στον τρόπο σκέψης που μπορούμε να αναπτύξουμε όταν υπάρχει μια αντιπαράθεση. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι, κάποιος που πιστεύει, δυσκολεύεται να εξηγήσει ότι πιστεύει σε κάποιον που αναρωτιέται αν πιστεύει. Αυτός που είναι απλώς θρήσκος, εύκολα θα εξηγήσει ότι πιστεύει, αλλά μετά, όταν εξετάζουμε τι πιστεύει, καταλαβαίνουμε ότι μπερδεύει την πίστη με την παράδοση και μπερδεύει την παράδοση με τη θρησκεία. Άρα ο ένας έχει μια πίστη αλλά δεν έχει απαραίτητα τα εργαλεία, ο άλλος έχει τα εργαλεία αλλά δεν έχει απαραίτητα την πίστη. Αυτήν τη διαφοροποίηση την έχουμε και πιο παλιά, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι η διαφορά μεταξύ της μαιευτικής και της ρητορικής. Κάποιος που είναι της μαιευτικής θα δυσκολευτεί να πείσει τον άλλον άμεσα ότι πιστεύει στην αλήθεια. Κάποιος που είναι της ρητορικής πολύ εύκολα θα πείσει τον άλλον ότι πιστεύει στην αλήθεια, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι δεν πιστεύει. Άρα τι βλέπουμε τώρα: ότι μεταξύ της Πίστης και της Θρησκείας μπορεί να υπάρχει μία σχέση κι ένας συσχετισμός, ο οποίος δεν είναι απόλυτος, και πρέπει μετά να δούμε αν αυτό που εξετάζουμε είναι μία Πίστη ή μία Θρησκεία και πώς συνδυάζονται τα δύο για να υπάρχει κάτι το πιο έντεχνο, όσον αφορά τη διαλεκτική πάνω στο θέμα της Πίστης, για να καταλάβουμε τελικά ότι αυτό που έχει σημασία είναι το πηγαίο και μετά το εργαλείο. Αυτοί που κοιτάζουν μόνο το εργαλείο, τελικά δεν έχουν την πηγή. Η πηγή παραμένει ο Χριστός. Άρα, δεν είναι επειδή αποκτάς τα εργαλεία, θρησκευτικά, θεολογικά, που πιστεύεις καλύτερα από τον άλλο που δεν τα έχει. Απλώς, μπορούμε να πούμε ότι, έχεις ένα επίπεδο θεολογικό. Αλλά, άμα η θεολογία επαρκούσε για να γίνει κάποιος παπάς, θα το ξέραμε. Το ίδιο είναι και με τον πιστό. Άρα, το μεγαλείο του Χριστού είναι ότι θα αγγίξει και τον πιστό και τον θρήσκο με έναν τρόπο διαφορετικό, για να του δείξει τι είναι το φως. Ο ένας χρειάζεται μελέτη, ο άλλος χρειάζεται αφύπνιση. Δεν μπερδεύει τα δύο. Αξιοποιεί και τα δύο και πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα, το οποίο διαφοροποιείται, όταν εξετάζουμε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια σε σχέση με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, όταν πιστεύουμε και σιγά σιγά αποκτούμε και τα εργαλεία μέσω της μελέτης, περνάμε σε μια βαθιά πίστη, η οποία δεν είναι πια ρηχή και η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει πολύ πιο ανθεκτικά επιθέσεις της βαρβαρότητας που προσπαθούν να την αφοπλίσουν. Γιατί τελικά αυτό που έχει σημασία, δεν είναι μόνο αν πιστεύεις, είναι αν πιστεύεις όταν οι άλλοι δεν πιστεύουν.