78291 - Η αόρατη κούπα
Ν. Λυγερός
Μία φορά και έναν καιρό ήταν μια αόρατη κούπα που ζούσε σε μία βιβλιοθήκη. Έβλεπε τους ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στην αίθουσα όπου δέσποζε ένα πανέμορφο τζάκι. Όλοι έβλεπαν τα βιβλία, μερικοί κοιτούσαν το τζάκι και σπάνιοι ήταν αυτοί που αντιλαμβανόταν την παρουσία του οικόσημου. Αλλά κανείς, μα κανείς δεν την έβλεπε. Ενώ βρισκόταν ακριβώς απέναντί του πάνω σε ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι. Υπήρχαν μάλιστα άνθρωποι που καθόταν ακόμα και στο τραπέζι χωρίς ποτέ να υποψιαστούν την ύπαρξή της. Δεν ήταν στενοχωρημένη γιατί ο χώρος ήταν ευρύχωρος και τον συνόδευαν οι αιώνες. Δεν ήξερε όμως ποιος ήταν ο ρόλος της σε αυτόν τον κόσμο έως εκείνη την ημέρα που έγινε το θαύμα. Ένας μικρός άνθρωπος δώδεκα χρονών κάθισε στο τραπέζι, έκανε μια κίνηση στο μέτωπο του και την έπιασε με μιας. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος όχι μόνο την έβλεπε αλλά και την ένιωθε. Ποτέ πριν δεν την είχε πιάσει στα χέρια του κάποιος και βέβαια ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Η έκπληξή της έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν έβαλε μέσα της τα τρία δάχτυλά του γιατί ξαφνικά ένιωσε ότι έσταζαν και τη γέμιζαν. Δεν γνώριζε αυτό το υγρό στοιχείο δεν το είχε δει ποτέ στη βιβλιοθήκη. Είχε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Και τότε έζησε μία κάθετη απόλαυση γιατί κατάλαβε ότι ήταν φτιαγμένη για να πίνουν μέσα της οι άνθρωποι και αυτό της το είχε δείξει ένας μικρός δωδεκάχρονος. Δίπλα του είχε ένα παχύ βιβλίο. Δεν το διάβαζε απλώς αφού χάιδευε κάθε του σελίδα με τα δάχτυλά του. Δεν το ξεφύλλιζε απλώς, έπινε τη γνώση του. Και η αόρατη κούπα είδε το σπάνιο φως που είχε γύρω από το κεφάλι του. Ποτέ δεν είχε δει κάτι το ανάλογο. Εκείνη την ημέρα η ύπαρξή της μεταμορφώθηκε σε ζωή. Μέσα της ένιωθε το φως που είχε στάξει. Ήταν η προσφορά του και αυτή θα μπορούσε να το μεταφέρει. Είχε δει το φως του κόσμου.