Ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τέτοιο σπίτι. Ήταν τόσο ζεστό. Είχε γνωρίσει μόνο το εργαστήρι και το κατάστημα όπου το είχαν εγκαταλείψει. Ενώ τώρα έβλεπε για πρώτη φορά αυτό το τζάκι και το μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Υπήρχε και μια πολυθρόνα δίπλα. Εκεί κάθισε ο παππούς. Ενώ αυτό έμενε κοντά στον εγγονό που είχε επιλέξει μια βαριά ξύλινη καρέκλα απέναντι στην πολυθρόνα. Έτσι όπως το κρατούσε έβλεπε καθαρά το οικόσημο πάνω από το τζάκι και για κάποιο λόγο η ψυχή του ένιωθε ότι κάτι υπάρχει πιο πάνω χωρίς όμως να μπορεί να το δει. Η ακίδα είχε μπει στη θέση της και τότε αντιλήφθηκε ότι ο παππούς κρατούσε το σύμβολο της διεύθυνσης ορχήστρας στο δεξί χέρι. Και μόλις αυτό κινήθηκε άρχισε ένα μουσικό ταξίδι που ποτέ δεν θα είχε φανταστεί πριν έρθει σε αυτό το σπίτι. Τότε άρχισε η ζωή του και η ψυχή του φωτίστηκε. Βυθίζονταν μαζί μέσα στους αιώνες με τις συμβουλές του παππού και τους δακτυλισμούς του εγγονού. Τότε έζησε την ελευθερία και την αγάπη. Και κανείς πια δεν το είπε βιολί. Αυτό έπρεπε να γίνει και αυτό έγινε.