79311 - Οι πρώτες πινελιές
Ν. Λυγερός
Ο καμβάς ήταν τεράστιος και κανείς δεν είχε τολμήσει να τον αγγίξει. Ήταν φτιαγμένος από βαμβάκι, κατάλευκος. Κάθε απόπειρα, και η πιο μικρή, θα είχε καταγραφεί. Δεν ήθελε μόνο θέληση αλλά και τόλμη. Ήταν λευκός σαν τον χειμώνα. Κι όμως εκείνη την ημέρα, όταν ήρθε να καθαρίσει τον χώρο, είχε έρθει η άνοιξη. Δεν την είδε μόνο, την ένιωσε κυριολεκτικά. Η φρεσκάδα της ήταν απτή και την άγγιξε με τα δάκτυλά της. Αναγνώρισε και το άρωμά της. Έτσι άρχισε ο ανοιξιάτικος μύθος. Στην αρχή δεν είπε τίποτα και κράτησε το μυστικό για τον εαυτό της. Και κάθε φορά που είχε ανάγκη να ζήσει την άνοιξη, έμπαινε στον χώρο κι εκεί γινόταν κάθε φορά το θαύμα. Ήταν αστείρευτη η πηγή, δεν είχε ανάγκη να της ζητήσει απολύτως τίποτα αφού ακολουθούσε τα θέλω της με πολυκυκλικό τρόπο. Μία μέρα όμως, η χαρά της είχε ξεχειλίσει τόσο πολύ, που δεν μπορούσε πια να την κρύψει κι αποφάσισε να τη μοιραστεί. Η προσφορά ήταν τόσο φρέσκια που φαινόταν ζωντανά, σαν να είχε γίνει εκείνη τη στιγμή. Έμοιαζε με γλυκό στο οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς.