79523 - Η άνοιξη του χειμώνα
Ν. Λυγερός
Το ξύλινο γραφείο του σαλονιού σήκωνε το βάρος του αγάλματος, των μουσικών οργάνων και των βυζαντινών εικόνων του Χριστού και της Παναγίας κάτω από ένα ελλειπτικό φωτιστικό. Μέσα στο συρτάρι βρισκόταν μία πένα Mοntblanc. Όταν το άνοιξε και την πήρε, αναγνώρισε το περίφημο καπάκι που συμβόλιζε την κορυφή του Λευκού Όρους στις Άλπεις. Αυτή η εικόνα, ενώ όλοι ετοιμάζονταν να μπουν στον Χειμώνα του θύμισε την Άνοιξη και μάλιστα μία γλυκιά ανάμνηση. Τότε ήταν τόσο μικρός που δεν ήξερε να πει την ηλικία του, αλλά όταν η κυρία που τον είχε μαζί της, τού ζήτησε τι ήθελε, είχε απαντήσει αμέσως: παγωτό! Θυμήθηκε το χαμόγελό της όταν είδε πώς έκαναν τα μάτια του και χαμογέλασε και αυτή. Ήταν Απρίλιος ο μήνας και παρόλο που δεν ήξερε ότι γιόρταζε, του έκανε αυτό το μοναδικό δώρο. Ακόμα και τώρα το θυμόταν. Ήταν μία τεράστια κούπα με παγωτό βανίλια και κάστανα, κι από πάνω μία σαντιγύ που ξεχείλιζε από παντού. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που έλειπε ήταν ν’ ακούσει μία άρια του Don Giovanni του Mozart. Αλλά την άκουγε τώρα μέσα στο σαλόνι ανάμεσα στα βιβλία. Το κουτάλι του βυθιζόταν μέσα σε αυτό το κατάλευκο δώρο που έλιωνε με τόση αγάπη μέσα στο στόμα του. Αυτός ο περίτεχνος αφρός ήταν θεσπέσιος αλλά τότε είχε πει μόνο: μούρλια, όταν τον ρώτησε αν του άρεσε. Και τώρα κρατούσε την πένα Mοntblanc. Το παγωτό είχε την ίδια ονομασία.