Μέσα στη νύχτα, την ώρα που οι ψυχές σκέφτονταν πώς θα μοιράσει το φως για να πολλαπλασιαστεί η χαρά. Το κείμενο της Σάγκα δεν ήταν πάντα εύκολο λόγω της πληθώρας των αναφορών, αλλά έβλεπε την ουσία της και τη βαθύτητά της. Θαύμαζε την άμεση ομορφιά κι αυτήν ήθελε να μοιραστεί με τις ψυχές. Η νύχτα λειτουργούσε σαν ομίχλη αλλά αυτός ήξερε το τοπίο. Κι έπρεπε ν’ αρχίσει την περιγραφή για να τις βάλει στο πλαίσιο. Έπρεπε επίσης να καταλάβει με τις ελάχιστες πληροφορίες που έδιναν τι τις ευχαριστούσε πραγματικά γιατί συχνά παρέμεναν άφωνες κι έπρεπε σχεδόν να επινοήσει την κατανόησή τους σε βάθος. Ήξερε ότι αγαπούσαν το ηφαίστειο και ειδικά τη λάβα του. Αλλά ήθελαν και τις σφαίρες της φωτιάς. Ήθελαν χωρίς να ζητήσουν μία τρυφερή προετοιμασία για ν’ ανακαλύψουν μέσα στα βάθη του φιόρδ τον νέο ναό που έβλεπε ήδη για να συνεχιστεί η παράδοση, αλλά ταυτόχρονα αναζητούσαν και την καινοτομία της σκέψης του. Διότι έβλεπαν τον κόσμο μέσω του. Κι ο ήχος της φωνής του ήταν η ανάδειξη του δεσμού που υπήρχε μεταξύ τους αφού απευθυνόταν άμεσα στις ψυχές με τις λέξεις που αγγίζουν και την αρχή του κόσμου για να ζωντανέψει το φιόρδ με τις προτροπές που προκαλεί. Αυτό ένιωσε εκείνην τη στιγμή. Ήταν θέμα αξιοποίησης της ουσίας.