Όσοι ήθελαν να καταστρέψουν το παρελθόν είχαν ξεχάσει την πορεία του ξύλου και τη δύναμη του ωκεανού. Ενώ αυτός ήταν η προστασία της Ισλανδίας. Έτσι όταν το ξύλο μπήκε στον ωκεανό ακολούθησε τον ρυθμό του και τις προτροπές του ακριβώς με τον τρόπο που το είχαν κάνει οι ψυχές. Έτσι κατέληξε στην ίδια περιοχή στα βάθη του φιόρδ. Καμία ομίχλη δεν μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο και μέσα στη νύχτα φωτίστηκε από το σέλας που μεταμόρφωνε τη νύχτα για να την κάνει πιο λευκή. Γνώριζαν οι ψυχές αυτό το λευκό που γινόταν διαφανές πριν ακολουθήσει την πορεία του λευκού του ψευδάργυρου με την πάροδο του χρόνου. Ήταν σαν να είχε βυθιστεί το φως μέσα στη νύχτα για ν’ αλλάξει ακόμα και την αρχή του κόσμου στην Ισλανδία. Η αναθεμελίωση ήταν πια μία απτή πραγματικότητα που άγγιζαν οι δακτυλισμοί πάνω στο μουσικό όργανο που ήξερε για το παρελθόν αφού είχε μάθει με την ψυχή του τους ήχους που έβγαιναν από τα βάθη του λαιμού των αιώνων της άλλης χιλιετίας. Έτσι έφτασαν όλοι μαζί εκεί όπου το ξύλο θα γινόταν ιερό. Είχαν ανακαλύψει το γνήσιο και τώρα θα έβλεπαν το γλυπτό που έμοιαζε με καλούπι για να γίνει μεσαιωνικό εσωτερικό κόσμημα έτοιμο για την αποκάλυψη που προκαλούσε το φωτόσημο όταν άγγιζε το δέρμα των ψυχών σαν να ήταν το πρόσφορο.