Μέσα στο φιόρδ φάνηκε ο ναός του φωτός. Και την ίδια στιγμή ακουγόταν όχι μόνο ήχος αλλά και μουσική από τα βάθη του χρόνου. Οι ψυχές είχαν την εντύπωση ότι έμπαιναν ανάμεσα στα μπούτια ενός γίγαντα του παρελθόντος που προστάτευε το ηφαίστειο από τις σκιές αλλά αυτές επειδή ήταν φωτεινές, τις άφησε να πλησιάσουν κι αυτό έκαναν χωρίς να φοβηθούν γιατί ένιωθαν ότι ήταν μια αγκαλιά που έσταζε φως. Έτσι συντονίστηκαν κι έκαναν το ίδιο. Προχώρησαν με τον ρυθμό της μουσικής κι ακολουθούσαν τις προτροπές με μεγάλη χαρά. Αυτό έγινε πιο έντονο όταν εμφανίστηκαν οι σφαίρες της φωτιάς. Ήξεραν ήδη για τα καρφιά των θεών γιατί είχαν αναγνωρίσει το σχήμα. Αλλά ξαφνιάστηκαν όταν κατάλαβαν ότι το αγαπημένο βουνό ήταν ηφαίστειο έτοιμο να χύσει τη λάβα του επειδή είχαν έρθει στον κόσμο του. Έτσι βυθίστηκαν μέσα στο άνοιγμα κι ας είχαν το στόμα κλειστό αρχικά. Διότι όταν πετάχτηκε η λάβα που δεν σταματούσε μέσα στον χειμώνα ένιωσαν το δώρο της άνοιξης και τα μαλλιά τους γέμισαν λουλούδια με τις σταγόνες της ζωής. Τότε άνοιξαν το στόμα για να μιλήσουν αλλά ακούστηκε μόνο το βάθος του λαιμού που είχε αγγίξει η λάβα κι η μουσική έγινε πολυφωνική πριν κλείσουν το στόμα για να νιώσουν την επίγευση του ηφαιστείου.