Στην Ισλανδία το φως ήταν πιο πολύτιμο από τη φωτιά. Η απόδειξη ήταν το σέλας. Όλοι πίστευαν ότι το σέλας ήταν λευκό. Είναι μόνο το επικρατέστερο. Ενώ η αλήθεια υπήρχε το κίτρινο, το πράσινο και το κόκκινο. Έτσι λειτουργούσαν οι ψυχές. Είχαν ένα ολόκληρο φάσμα και τίποτα λιγότερο. Το σέλας συσχετιζόταν με τον ηλιακό άνεμο… Κι η ψυχή με το φως του κόσμου. Έτσι υπήρχε κι η πίστη του άλλαζε τα πάντα…
Έτσι τα πράγματα ήταν πιο απλά.
Οι ήλιοι της νύχτας φαίνονταν καλύτερα και το σέλας πιο συχνό από άλλες περιοχές του κόσμου. Γι’ αυτό μιλούσε και για αυτό το νησί δεν ήταν μόνο για τη λάβα του ηφαιστείου αλλά και για το φως της πίστης αφού άγγιζε τις ψυχές πιο βαθιά. Και για να γίνει απτή η μοιρασιά , υπήρχε η ουσία που είχε πλαστεί για να λειτουργεί εκτός του σώματος για να αγγίζει το άλλο σώμα. Ήταν δημιουργία για τον άλλο άλλο από τον άλλο. Δεν είχε νόημα να μείνει στο ίδιο σώμα. Ήταν εκ φύσης του αλτρουισμού. Ο σπασμός δεν ήταν σπόρος για τον σπόρο. Κι αυτό το σχήμα ήταν ακόμα πιο βαθύ από την παραβολή του σπορέα. Για όσους μπορούσαν να το αντέξουν όμως. Διότι η παραβολή ήταν ήδη δύσκολη για πολλούς, όχι όμως γι’ αυτόν. Ήταν στη φύση του η επιλογή του στόχου. Και γι’ αυτό επέλεγε τις ψυχές που θα έβρισκε ακόμα και μετά το τέλος. Όσοι ήξεραν για το φωτοστέφανο δεν ήξεραν ότι ήταν το φως των ψυχών που είχε αγγίξει ο εξαιρετικός άνθρωπος ενώ ήταν η απόδειξη της αξίας του έργου που μιλούσε από μόνο του.