Δεν είχαν ζήσει μόνο τον χειμώνα μαζί, αλλά και την αλλαγή χρόνου στη νέα ήπειρο με την υπερατλαντική πτήση. Έτσι κατάλαβαν το σημείο αναφοράς της Ισλανδίας. Δεν ήταν μόνο ένα νησί αλλά κι ο συνδετικός κρίκος των δύο ηπείρων. Δεν ήταν μόνο μέσα στον ωκεανό αλλά και στο κέντρο των δύο ηπείρων. Η Ανθρωπότητα ήταν πια απτή. Οι νεκροί, οι ζωντανοί κι οι αγέννητοι ήταν το δάσος της, οι ρίζες, οι κορμοί και οι καρποί. Το κόσμημα της Ανθρωπότητας. Το δάσος της Ανθρωπότητας ερχόταν σαν ωκεανός του Χρόνου. Έτσι είχαν σμίξει πάνω στο ίδιο κόσμημα το ιερό κοχύλι κι η ιερή βελανιδιά, το φως και το σπαθί, η πίστη κι η ιπποσύνη μέσα στους αιώνες. Το τέλος είχε αγγίξει την αρχή. Ήταν η απόδειξη ότι δεν υπήρχε τέρμα όπως έλεγαν όλοι οι ριζοσπάστες που δεν είχαν ιδέα για το πόσο θεμελιακή ήταν η συνέχεια για την Ανθρωπότητα. Μόνο οι κοινωνίες τερμάτιζαν γιατί δεν είχαν τίποτα να πουν αφού ήταν της λογοκρισίας, γιατί δεν είχαν τίποτα ν’ αφήσουν αφού είχαν αρπάξει τα πάντα. Μόνο που οι ψυχές δεν ζούσαν μέσα στις κοινωνίες επειδή δεν υπήρχε ανθρωπιά κι αυτή ήταν απαραίτητη για την Αγάπη της Ανθρωπότητας. Τώρα οι ψυχές περπατούσαν μαζί του σε αυτήν την ήπειρο που κανείς δεν είχε φανταστεί πριν τον δέκατο αιώνα στην Ευρώπη. Ενώ τώρα είχαν αφήσει τη φαντασία πίσω για να ζήσουν στη νέα πραγματικότητα. Ο ιππότης των ψυχών δεν προκαλούσε την ανάγκη, απλώς την υπηρετούσε για μία χιλιετία.