86063 - Καταγραφή: 7ο e-Masterclass Θεατρικότητας και Ηθοποιότητας IΙ

Ν. Λυγερός

Σε αυτό το Masterclass θέλουμε να αναλύσουμε λίγο πιο βαθιά πώς λειτουργεί το θέατρο, δηλαδή να μην κοιτάξουμε μόνο το θέμα της ηθοποιότητας αλλά και της σκηνοθεσίας, πώς το στήνουμε, γιατί, υπάρχει μια παραγγελία, δεν υπάρχει μια παραγγελία, είναι ελεύθερο το πλαίσιο, δεν είναι ελεύθερο. Άρα άμα το δούμε με αυτόν τον τρόπο θα καταλάβουμε το εξής: πρώτα από όλα υπάρχει θέατρο που είναι κατά παραγγελία, άρα κάποιος το ζητάει και κάποιος θα το κάνει. Όταν το κάνει, μπορεί όντως να έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι επειδή είναι μία παραγγελία, δεν είναι τόσο γνήσιο. Αλλά να ξέρετε, το παράδοξο είναι ότι και στο θέατρο αλλά βέβαια και στη λογοτεχνία, οι παραγγελίες έχουν παραγάγει πολλά αριστουργήματα ενώ κάτι που έγινε με ελεύθερο τρόπο, όχι απαραίτητα. Γιατί; Θα δώσω ένα παράδειγμα χειροπιαστό, σε κάποια φάση μας είχαν ζητήσει να γράψουμε ένα θεατρικό και όταν ακούμε πώς το θέλουν, ήταν του τύπου, όχι μόνο θεατρικό, στην πραγματικότητα ήταν για να ανέβει και για κινηματογράφο, άρα μας λένε: θέλουμε 70% έξω, εξωτερικό χώρο, 30% μέσα, θέλουμε το δράμα να είναι κοινωνικό, να μην έχει πολλά άτομα. Άρα ουσιαστικά μπορούμε να παίξουμε με μία εξάδα, θα θέλαμε να παίζεται αυτό το πράγμα στη Θεσσαλονίκη, αλλά να έχει όμως και ένα κομμάτι που να γίνεται στη Λήμνο. Όταν τα ακούτε όλα αυτά μαζί, λέτε, Παναγία μου, πώς θα τα συντονίσουμε και πώς θα γίνει. Στην πραγματικότητα πρέπει να καταλάβουμε ότι, όταν υπάρχει μια τέτοια παραγγελία, είναι όπως στην ποίηση. Στην ποίηση όταν είναι έμμετρη κι  όταν υπάρχει ομοιοκαταληξία, έχουμε την εντύπωση ότι είναι μόνο δυσκολίες. Απλώς πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτές οι δυσκολίες μας επιτρέπουν να κάνουμε υπερβάσεις, δηλαδή κάτι που θα γράφαμε με μια μεγάλη ευκολία, τελικά το διαμορφώνουμε γιατί υπάρχουν αυτές οι απαιτήσεις. Άρα αυτές οι απαιτήσεις είναι λογικές, π.χ. για τα ελληνικά, η χρήση του δεκαπεντασύλλαβου δεν είναι τόσο παράξενη και μπορεί πολλές ατάκες να έρχονται εντελώς φυσιολογικά. Στα Γαλλικά θα ήταν δωδεκασύλλαβο, στα αγγλικά θα είναι δεκασύλλαβο, ο καθένας έχει το δικό του ανάλογα με τη γλώσσα του. Να μην ξεχνάμε βέβαια ότι έχουμε και τον Καζαντζάκη που θα χρησιμοποιήσει 17 συλλαβές, δεν είναι όμως για να παιχτεί. Τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι η παραγγελία είναι και μία θέληση. Δηλαδή κάποιος θέλει κάτι που δεν μπορεί να κάνει μόνος του, άρα είναι μια μορφή βοήθειας, δηλαδή κάποιος ζητάει μια βοήθεια και κάποιος παρέχει μία βοήθεια. Άμα το πάρετε έτσι, θα δείτε ότι είναι όπως στην Πυροσβεστική. Η πυροσβεστική λειτουργεί πολύ καλά όταν άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια και τότε γίνονται οι περισσότερες υπερβάσεις, ακόμα και οι θυσίες κ.τ.λ. Όταν δεν υπάρχει καμία ειδική ανάγκη, θα κάνουν έργα που είναι πιο πολύ έργα προετοιμασίας. Είναι το ίδιο με το θέατρο, θα κάνουμε πιο πολύ πρόβα παρά να παράγουμε ένα θεατρικό το οποίο κάποιος ζητάει. Άμα κάποιος το ζητάει, το ερώτημα είναι ποιος; και άμα το κοιτάξουμε λίγο πιο ανθρώπινα, μπορεί η αίτηση να είναι από την Ανθρωπότητα, δηλαδή αυτός που το ζητάει, αυτός που κάνει την παραγγελία, δεν είναι απλώς ο μέγας χορηγός. Είναι και κάποιος που το θέλει. Αλλά το θέλει για να κάνει κάτι, για να ανεβάσει μια παράσταση, να τη δουν άλλοι άνθρωποι, να εξοικειωθούν με ένα έργο. Τότε βλέπουμε ότι δεν είναι πια κάτι το μοναχικό. Από την άλλη πλευρά, ο σεναριογράφος ή ο θεατρίνος ή αυτός που θα γράψει το έργο, αρχικά είναι μόνος του. Αλλά τελικά, είναι μόνος με την Ανθρωπότητα. Άρα  όταν υπάρχει ένα αίτημα, το ερώτημα πάντοτε για τον δημιουργό είναι αν αυτό το αίτημα προέρχεται από την Ανθρωπότητα  για να μείνει το έργο ή αν προέρχεται από την κοινωνία, απλώς για να περάσει το έργο. Είναι αυτό που λέγαμε με την επιθεώρηση, άμα κοιτάξετε ποιος πάει στην επιθεώρηση και ποιος πάει στο θέατρο, μερικές φορές θα δείτε ότι είναι και οι δύο. Την επιθεώρηση όμως τη βλέπετε επειδή είναι της εποχής. Κανένας δεν πάει να δει μία επιθεώρηση 50 χρόνια πιο μετά γιατί πολύ απλά όλα τα υπονοούμενα είναι καθαρά της εποχής, πρέπει να είσαι γνώστης της κοινωνίας τοπικά, της εποχής τοπικά, αλλιώς δεν θα καταλάβεις. Γιατί όμως μας ξαφνιάζει; Γιατί σας είχα πει ότι και το αρχαίο θέατρο κανονικά ήταν της εποχής εφόσον υπήρχε διαγωνισμός, έπρεπε να υπάρχει ανταγωνισμός και να το φτιάξουν ανάλογα. Όμως κοιτάξτε τι γίνεται. Άμα διαβάσετε τους Πέρσες του Αισχύλου, εκτός αν είστε ιστορικός, δεν θα ενθουσιαστείτε, γιατί είναι πολλές οι αναφορές σε πολλά πρόσωπα που δεν έχετε ιδέα ποια είναι, άρα έχετε κατεβατά από ονόματα. Άμα διαβάσετε τώρα την Αντιγόνη ή την Ηλέκτρα τι θα δείτε; θα δείτε ότι είναι ελάχιστα τα στοιχεία γιατί είναι φτιαγμένα πάνω σε ένα μύθο που όλοι τον ήξεραν, δεν είναι ένα ιστορικό πλαίσιο. Από τη στιγμή λοιπόν που όλοι τον ήξεραν, δεν ήταν ανάγκη να πει και πάρα πολλά, άρα θα ασχοληθεί με την ουσία.  Όταν διαβάζετε ας πούμε ένα έργο του τύπου Ντοστογιέφσκι, άμα το κοιτάξετε σοβαρά, ακόμα και το «Έγκλημα και τιμωρία», είναι όλο θέμα μιας απλής ψυχολογίας, δηλαδή μπορεί το έργο να συμπιεστεί και μπορείτε πολύ εύκολα να πείτε ότι είναι κάποιος που διέπραξε ένα έγκλημα, ο οποίος όμως έχει ενοχές κι αυτές οι ενοχές θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του από τον ανακριτή μέχρι να απελευθερωθεί και να περάσει στο επόμενο στάδιο. Δεν έχετε ανάγκη να πείτε πάρα πολλά. Άμα θέλετε να κάνετε μια συμπύκνωση από το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι είναι δύσκολο εκτός αν πείτε ότι έχει σχέση με τους Ναπολεόντειους πολέμους και τίποτα άλλο. Άμα το δείτε τώρα σε επίπεδο λίγο πιο τεχνικό, μπορεί το θέατρο να είναι προγραμματικό. Αυτό δεν το έχουμε πάντοτε στο μυαλό μας. Άρα όταν έχουμε να κάνουμε με δημιουργούς που είναι φιλόσοφοι, έχουν την τάση να κάνουν ένα πρόγραμμα. Το πρόγραμμα ποιο είναι; Ένα έργο τους θα είναι φιλοσοφικό, ένα έργο τους θα είναι μυθιστόρημα και ένα που θα είναι λίγο πιο προσβάσιμο, θα είναι το θεατρικό. Είναι πολύ χαρακτηριστικό του Καμύ. Άρα άμα θέλετε να διαβάσετε τον μύθο του Σισύφου, θα καταλάβετε κατευθείαν τι λέει ο Καμύ για το παράλογο. Ωραία. Άμα θέλετε να ασχοληθείτε λίγο με το παράλογο, μπορεί και να προτιμήσετε να διαβάσετε τον «Ξένο» η την «Πανούκλα». Άμα θέλετε όμως να το δείτε σε θεατρική παράσταση, θα δείτε τον «Καλιγούλα» ή την «Παρεξήγηση». Ποια είναι η διαφορά τώρα. Ο «Καλιγούλας» βασίζεται πάνω σε ένα ιστορικό υπόβαθρο. Άρα είναι πιο πολύ μια ερμηνεία. Όμως στον «Μύθο του Σισύφου» ο Καμύ λέει κάτι άλλο, λέει εμείς δεν καταλήγουμε σε μία επιχειρηματολογία η οποία οδηγεί στο παράλογο, εμείς ξεκινάμε με το παράλογο και θα δούμε πού θα πάει. Άμα το δείτε με αυτόν τον τρόπο, ειδικά στην «Παρεξήγηση», είναι ένα θεατρικό που είναι πολύ εκνευριστικό για τον κλασικό θεατή, γιατί πάνω κάτω από την αρχή βλέπετε ότι τα πράγματα θα πάνε στραβά και λες «δεν θα υπάρχει κάποιος που θα το διορθώσει;» και δεν διορθώνεται, δεν διορθώνεται, δεν διορθώνεται και θα καταλήξουμε στο έγκλημα. Όταν είμαστε μέσα στο πλαίσιο του «Καλιγούλα» εκτός αν ξέρετε εντελώς όλο το θέμα με τον «Καλιγούλα» δεν ξέρετε πού το πάει. Είναι περίπλοκο, χοροπηδάει, το κείμενο είναι παράξενο, αλλά αυτό σημαίνει ότι άμα το αντέξουμε, θα πάμε πιο πέρα. Άρα άμα θέλουμε λοιπόν να δούμε τα πράγματα κατευθείαν, συμφέρει να δούμε την «Παρεξήγηση», άμα θέλουμε να δούμε λίγο πιο βαθιά, συμφέρει να δούμε τον «Καλιγούλα», άμα θέλουμε να πάμε λίγο πιο βαθιά ακόμα, τότε συμφέρει να διαβάσουμε τον «Ξένο» και βέβαια και την «Πανούκλα» μεταξύ άλλων. Άμα θέλουμε όμως να πάμε πραγματικά στη βαθύτητα του συγγραφέα, πρέπει να διαβάσουμε τον «Μύθο του Σισύφου». Άμα το διαβάσουμε με αυτόν τον τρόπο, θα μου πείτε, ναι, αλλά τώρα εγώ, που θα πάω στο θέατρο, θα πρέπει πρώτα να διαβάσω όλα αυτά και μετά να πάω στο θέατρο; Όχι, μπορείτε να το κάνετε αν κάνετε μια μελέτη, αν θέλετε πραγματικά να καταλάβετε βαθιά ποια είναι τα υπονοούμενα, γιατί τα γράφει έτσι. Μπορεί όμως να πάτε απλώς να το χαρείτε. Θα μου πείτε, να το χαρείτε με μια παρεξήγηση; Έχουμε τόσες πολλές, γιατί να μην τις χαρούμε μερικές, εφόσον είναι τεχνητή; Το τεχνητό μπορεί να προέρχεται από μία παραγγελία, μπορεί να προέρχεται από μία απαίτηση του δημιουργού και μπορεί να είναι κάτι το οποίο είναι ελεύθερο. Όταν το βλέπουμε αυτό, θα το εξηγήσω μέσα στο Masterclass, αναρωτιόμαστε «τελικά θέλουμε τη δυσκολία ή δεν θέλουμε τη δυσκολία»; Θυμάμαι, σε κάποια φάση, ήμαστε σε ένα καράβι και μιλούσα με μια μαθήτρια η οποία έπαιζε φλάουτο κι ήθελα να γράψω μια παρτιτούρα γι’ αυτήν και είχα έναν άλλο μαθητή που κοίταζε αυτή τη διαδικασία και δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Γιατί υποτίθεται ότι αυτός ήταν μουσικός και σου λέει «καλά, τι κάνει ο Δάσκαλος, της ζητάει το μέγεθος, της ζητάει το ύφος, της ζητάει τα τεχνητά κομμάτια που μπορεί να χρησιμοποιήσει στο όργανό της, της ζητάει το hambitus, από πού μέχρι πού μπορεί να παίξει και να είναι άνετη και μετά απ’ όλα αυτά θα γράψει ένα, ειδικά γι’ αυτήν;» Ναι, γιατί άμα θέλετε να κάνετε ένα δώρο, πρέπει ο άλλος να μπορεί να το διαχειριστεί. Άμα του γράψετε ένα κομμάτι για το όργανό του και δεν ξέρει να το παίξει σ’ αυτό το επίπεδο, πώς θα το χαρεί; Θα πρέπει λοιπόν να του στείλετε μια ερμηνεία από κάποιον άλλο. Τότε δεν είναι γι’ αυτόν. Άμα βλέπετε λοιπόν τις παραγγελίες που φίνονται στον χώρο της τέχνης, της μουσικής, ακόμα και της ζωγραφικής, μην ξεχνάτε τους πίνακες του Da Vinci, όλοι είναι παραγγελία. Στην πραγματικότητα είναι μετά την εποχή του van Gogh που θα αρχίσουμε να έχουμε έργα που γίνονται χωρίς παραγγελία. Όλα τα άλλα είναι παραγγελία γιατί κανένας δεν ζωγραφίζει τους φτωχούς, αφού δεν έχουν τα λεφτά για να κάνουν την παραγγελία. Αυτό τώρα όμως που είναι πιο όμορφο στο θέατρο είναι το εξής, για να δείτε τη διαφορά και πού το πάω. Όταν κάνετε μια παραγγελία για έναν πίνακα, αυτός ο πίνακας θα πάει σπίτι σας. Θα το βλέπετε εσείς, το πολύ και οι φίλοι σας. Όταν κάνετε παραγγελία ένα θεατρικό, δεν έχει νόημα να πάει σπίτι σας. Να το κάνετε τι; Πρέπει ν’ ανέβει. Άμα ανέβει, τότε είναι για τους άλλους. Γιατί προτιμούμε το θέατρο σ’ αυτή την περίπτωση; Γιατί το θέατρο ουσιαστικά αντανακλά το έργο. Δηλαδή έχετε ένα έργο που είναι ένας προς ένα, ένας δημιουργός, ένας κάνει την παραγγελία. Το δέχεται, το διαβάζει, του αρέσει,  λέει «θα το ανεβάσω». Πρέπει να μιλήσει με σκηνοθέτη, να μιλήσει με ηθοποιούς, πρέπει να υπάρχει θίασος, πρέπει να υπάρχει κοινό. Βλέπετε τον δείκτη πολλαπλασιασμού; Πολλαπλασιάζεται το έργο, γιατί αφορά αμέσως πολλούς ανθρώπους. Άρα μπορούμε να πούμε ότι όταν κάνουμε μια παραγγελία για ένα θεατρικό, είναι ότι σκεφτόμαστε και τους άλλους, ενώ δεν το σκεφτόμαστε απαραίτητα μ’ ένα έργο τέχνης, όπως θα ήταν ένας πίνακας. Όταν κάνετε μια παραγγελία από ένα μουσικό όργανο, μπορεί να είναι για να παίξετε μόνοι σας. Ο τεχνίτης θα το κάνει σε κάθε περίπτωση. Αλλά το θέμα είναι ότι ο τεχνίτης θα το χαρεί πραγματικά, αν εσείς είστε ενός επιπέδου και παίζετε για τους άλλους. Άμα παίζετε μόνο για τον εαυτό σας, δεν θα φανεί πουθενά. Άρα μπορεί να αναρωτηθεί και γιατί το κάνατε. Μπορεί να το κάνατε επειδή σας αρέσει σαν ντεκόρ. Θυμάμαι μια φορά που είχαν ζητήσει σ’ έναν μαθητή μου αν μπορεί να κάνει μια σκακιέρα, όχι για να παίζουν, μόνο για να είναι ντεκόρ. Άμα είναι μόνο για ντεκόρ, γιατί να την κάνω; Έχει πια χάσει το νόημά της. Το θέατρο έχει μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα άλλα έργα. Τα άλλα έργα, ας πούμε τα λογοτεχνικά, το γράφεις, το διαβάζει, τέλειωσε. Το θέατρο, όταν το διαβάζεις, είναι η αρχή. Τα άλλα έργα είναι τερματικά, το θέατρο είναι άνοιγμα. Γιατί, εφόσον το διάβασες, μετά πρέπει να το ανεβάσεις. Γιατί δεν είναι φτιαγμένο μόνο και μόνο για να το διαβάζεις γραμμικά  σαν να είναι ένα κείμενο, όπως θα ήταν ένα μυθιστόρημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μας αρέσουν τα μυθιστορήματα. Αλλά τα μυθιστορήματα ζουν από μόνα τους. Το θέατρο όχι. Το θέατρο είναι εκ φύσης της προσφοράς. Πρέπει κάποιος άλλος να κάνει κάτι. Αλλά είναι μία προσφορά που περιμένει αντίδωρο. Είναι δώρο και αντίδωρο. Ενώ άμα έχετε ένα κείμενο που είναι μόνο για την ανάγνωση, ο  αναγνώστης μπορεί και να μην μιλήσει καν στον συγγραφέα, να το διαβάει μόνος του, να το χαρεί μόνος του και τελειώσαμε. Κι ο συγγραφέας να μη μάθει ποτέ ποιος το διάβασε, συν το γεγονός ότι οι συγγραφείς, όπως ξέρετε, γράφουν για τους αγέννητους και διαβάζουν τους νεκρούς, γιατί τελικά οι περισσότεροι που θα τους διαβάσουν είναι άνθρωποι που δεν ζούσαν καν στην εποχή τους. Πώς να έχει πρόσβαση; Στο θέατρο τα πράγματα πάνε διαφορετικά, γιατί το θέατρο εκ φύσης, το βλέπουμε πολύ στον Μολιέρο, είναι παραγγελίες. Είναι παραγγελία από τον θίασο, από το κοινό, θα παιχτεί τώρα, επιτόπου και μετά μπορεί να μείνει. Έχει ενδιαφέρον γιατί είναι θέμα εκτέλεσης, όπως η μουσική. Μπορεί να παίξετε μουσική και να μην υπάρχει παρτιτούρα. Άμα δεν υπάρχει παρτιτούρα ,ποιος θα το ξαναπαίξει;  Φανταστείτε τώρα ότι παίζετε τη μουσική γιατί υπάρχει μια παραγγελία και μετά καίτε την παρτιτούρα. Και δεν υπάρχει ηχογράφηση. Ποιος θα το παίξει; Αυτό είναι που μπορεί να γίνει και στο θέατρο. Γιατί χάνουμε μερικά θεατρικά. Δυστυχώς, σ’ αυτή την εισαγωγή δεν μιλάω πολύ για το θέατρο στην Ελλάδα, υπάρχει θέατρο, υπάρχει βέβαια το αρχαίο που είναι σημείο αναφοράς, αλλά υπάρχει και θέατρο στην Ελλάδα. Το θέμα είναι ότι οι ίδιοι οι Έλληνες δεν το κοιτάζουν, δεν το διαβάζουν, δεν ανεβάζεται. Γιατί δεν έχει μεγάλη προβολή, δεν έχει μεγάλη πρόσβαση. Άμα σκεφτείτε ότι άμα διαβάσετε το θεατρικό corpus στην Ελλάδα, μιλάμε για χιλιάδες έργα. Το πιο πιθανό, ακόμα και που σας βλέπω όλους μαζί, είναι ότι όλοι μαζί να μην πιάνετε ένα εκατοστάρι, δηλαδή να μην μπορείτε να μου πείτε 100 έργα. Όλοι μαζί, όχι ένας μόνος του. Γιατί είναι δύσκολο. Με ποια έννοια; Δεν το διαβάζουμε φυσιολογικά. Ο λαός μας είναι πιο πολύ της ποίησης. Άλλοι λαοί είναι πιο πολύ του μυθιστορήματος. Άλλοι λαοί είναι πιο πολύ του θεάτρου. Είναι πολύ δύσκολο να πεις σ’ έναν Άγγλο να μη διαβάσει Shakespeare. Γιατί όλο και υπάρχει κάτι που κάνει αναφορά στον Shakespeare. Είναι το ίδιο, το βλέπουμε και  με την Ισπανία, García Lorca κ.τ.λ. Η ιδέα ποια είναι λοιπόν; Ποιος από σας έχει διαβάσει τη «Μέλισσα»;  Ποιος από σας έχει δει τη «Μέλισσα» να ανεβαίνει; Είναι λογικό, γιατί πού να ξέρετε έναν τόσο άγνωστο συγγραφέα που λέγεται Νίκος Καζαντζάκης; Αυτή είναι η δικαιολογία. Αλλιώς, άμα ήταν γνωστός, θα την είχατε δει σε παράσταση. Προσπαθώ να σας πω ότι μπορεί να σας ξαφνιάσω ακόμα και με ανθρώπους που τους γνωρίζετε. Αλλά μπορεί και να μην ξέρετε καν ότι μπορεί να έχουν γράψει θέατρο. Αυτό που έχει σημασία είναι το εξής και δεν πήρα το παράδειγμα του Καζαντζάκη τυχαία. Ο Καζαντζάκης ήθελε να κάνει πιο πολύ έργα πιο βαθιά, οπως είναι η «Ασκητική», όπως είναι η «Οδύσσεια». Κι είναι η γυναίκα του που του έλεγε «γράψε και μυθιστορήματα για να βγάλουμε και χρήματα. Ποιος θα τα διαβάσει τα άλλα»; Άρα υπάρχει μια ευκολία. Το θέατρο πρέπει να είναι εύκολο ή δύσκολο; Για μένα η απάντηση είναι απλή. Πρέπει να είναι ανθρώπινο. Άμα είναι πολύ εύκολο, θα πάμε προς την επιθεώρηση. Άμα είναι πολύ δύσκολο θα πάμε στο φιλοσοφικό δοκίμιο κι άμα είναι ό άλλος να κάθεται για κάθε φράση να λέει «Παναγία μου, τώρα τι υπονοεί», θα πρέπει να κάνετε και πολύ μεγάλες παύσεις ,φανταστείτε, μία ατάκα, πέντε λεπτά,  μία ατάκα, πέντε λεπτά,  για να μπορεί να προσαρμοστεί ο άλλος και να τρέχει. Αυτά ήθελα να σας πω για την εισαγωγή και να καταλάβετε ότι αν το θέτρο μας αγγίζει, δεν είναι επειδή είναι ανθρώπινο. Είναι επειδή μας κάνει ανθρώπινους. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο.