19970 - Το σπαθί του ήλιου

Ν. Λυγερός

Ο ήλιος έλαμψε πάνω στο σπαθί!
Δεν υπήρχε σκιά.
Μόνο φως.
Σήκωσε το βλέμμα του.
Ούτε ένα σύννεφο.
Στο βάθος, το Άγιον Όρος μόνο.
Δίπλα στη θάλασσα.
Ένιωσε και τις τέσσερις εποχές.
Όλες μαζί για το τέλος της ημέρας.
Δεν είχε αποφασίσει ακόμα.
Θα ήταν ή όχι νέα αποστολή.
Έβγαλε το σπαθί από τη γη.
Το σκούπισε αργά.
Και το έβαλε στη θήκη του.
Πίσω στην πλάτη του,
είχε το βάρος του φωτός.
Άρχισε να περπατά
προς τα ιερά μοναστήρια.
Δεν ήταν μόνος επικηρυγμένος
από τους βάρβαρους
αλλά είχε φτάσει παράνομα.
Κανείς δεν έπρεπε να μάθει
για τον νέο ερχομό του.
Τα μοναστήρια ήταν πια κατεχόμενα.
Και κανείς δεν τολμούσε
να περάσει από κει.
Δεν ακούγονταν πια τα σήμαντρα
και οι καμπάνες απούσες
σαν τους σταυρούς.
Κανείς δεν είχε φανταστεί
ότι η βαρβαρότητα
θα έφτανε σε αυτό το σημείο.
Και πώς να γίνει η ανακατάληψη
σε ιερό χώρο.
Τότε θυμήθηκε τα Ιεροσόλυμα.
Έτσι επέλεξε την αποστολή.
Θα ήταν το σπαθί του ήλιου.