19687 - Όταν έγινε το αδιανόητο

Ν. Λυγερός

Ο καθένας περίμενε να δει κάτι.
Αλλά κανένας αυτό που είδε.
Ο μαύρος μονομάχος στεκόταν σ’ ένα σημείο
όπου το χόρτο είχε ένα παράξενο χρώμα.
Έδινε την εντύπωση ότι ήταν γαλάζιο.
Ο ίππος στεκόταν πάνω σ’ ένα γαλάζιο τετράγωνο
αυτή ήταν η εικόνα που είχαν.
Τουλάχιστον η τελευταία πριν την εξαφάνισή του.
Είχε γίνει αόρατος.
Όμως οι οχτώ νεκροί ήταν ορατοί.
Κανείς δεν κατάλαβε τι είχε γίνει.
Νέα διακλάδωση.
Υπήρχε ανάγκη αλλού.
Στο προηγούμενο μέρος είχε αλλάξει το ηθικό των μαχητών.
Κι ενώ ήταν πριν κουρασμένοι από τον αγώνα
τους έδωσε τόσο θάρρος
που έκαναν μια έξοδο
κι έδιωξαν τη βαρβαρότητα
πίσω από τις γραμμές της.
Τώρα είχε μαζί του μόνο το σπαθί του.
Ήταν χωρίς πανοπλία.
Σ’ ένα πύργο στην άκρη της θάλασσας.
Κοίταξε από την πολεμίστρα κι είδε τους βάρβαρους.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια για να βρεθεί στον πάνω όροφο.
Εκεί όπου είχε φως.