16939 - Στην Ακρόπολη του κόσμου

Ν. Λυγερός

Είχε ακούσει για τον μάρτυρα που είχε τυλιχθεί μέσα στη σημαία και πέσει από την Ακρόπολη για να μην την παραδώσει στους βάρβαρους.
Στη συνέχεια του είχαν πει ότι οι βάρβαροι είχαν βάλει τη δική τους σημαία στη θέση της γαλανόλευκης.
Κι ένιωσε μέσα του οργή γι’ αυτήν την πράξη.
Ήξερε όμως ότι άνηκε στο παρελθόν.
Και τώρα που ανέβαινε στην Ακρόπολη μετά από τις μάχες, ήξερε ότι δεν θα υπήρχε πια.
Διότι η βαρβαρότητα είχε χάσει τον αγώνα και είχε εγκαταλείψει τη θέση της.
Έτσι όταν αντίκρισε τους μαρμάρινους ναούς, χαμογέλασε και πάλι.
Μετά από τόσα χρόνια, ήταν ελεύθεροι ξανά.
Θαύμασε τον Παρθενώνα.
Και παρέμεινε σιωπηλός.
Σιγά σιγά με τις θυσίες τους, η ομορφιά ξανάπαιρνε θάρρος κι επέστρεφε στο πλάι της αλήθειας δίχως να φοβάται πια.
Μάλιστα ένας από τους φωτογράφους τους, τους είπε να καθίσουν ανάμεσα στις Καρυάτιδες
του Ερέχθειου.
Έτσι ο δίχρωμος ήλιος έλαμψε ανάμεσα στις αρχαίες γυναίκες.
Δύο πολιτισμοί ήταν μαζί γιατί πολεμούσαν την ίδια βαρβαρότητα.
Δύο άκρες του κόσμου ενάντια στο βάρβαρο καθεστώς του κέντρου.
Οι πλάγιες επιθέσεις είχαν αποδώσει και οι εχθρικές δυνάμεις έφευγαν.
Τότε είχε γίνει και η φωτογραφία που θα επέστρεφε στα μέρη του μετά από δεκαετίες για να στολίσει ένα άλλο σταυροδρόμι πέρα από το απέραντο γαλάζιο, δίπλα σον ωκεανό.
Ήταν θλιμμένος γιατί σκεφτόταν τους συναγωνιστές που είχαν πέσει τόσο μακριά από την πατρίδα τους.
Και αυτό φάνηκε στον φακό.
Δεν λύγισε όμως κι έπιασε το μάρμαρο της ομορφιάς.
Το χάιδεψε όπως λάξευε το ξύλο.
Ήταν σκληρό και κρύο σαν το χειμώνα που είχαν περάσει.
Αλλά είχε το ωραίο της άνοιξης με τις θυσίες της για να ξαναζήσει ολόκληρος ο κόσμος μετά την καταστροφή.
Θυμήθηκε για την παράδοση των Σπαρτιατών όταν πέθαιναν στο πεδίο μάχης και φαντάστηκε τους δικούς του στην θέση τους.
Κι εκεί έβγαλε μια κραυγή ανθρωπιάς.