16936 - Ο δίχρωμος ήλιος

Ν. Λυγερός

Στον Παναγιώτη Διαμάντη

Ο άγνωστος στον παλαιό κόσμο.
Ήταν σαν να μην υπήρχε.
Κι όμως το ταξίδι είχε αρχίσει πριν χιλιάδες χρόνια.
Κι η γη είχε βρει τη θάλασσα για να πιάσει τους ωκεανούς.
Έτσι τα νησιά είχαν γίνει οι χάντρες που οδηγούσαν στην άλλη πέτρα.
Έτσι είχαν φτάσει στο κέντρο της ερήμου, οι πρόγονοί του.
Και τώρα το κόκκινο έσταζε από το μαύρο για να ποτίσει τη γη μετά την πληγή.
Και ο ουρανός είχε δακρύσει με τον Σταυρό του Νότου.
Τα πράγματα είχαν αλλάξει εδώ και αιώνες.
Μόνο που δεν είχε ξεχάσει απολύτως τίποτα.
Γιατί η παράδοση είχε συνεχίσει χωρίς διακοπή.
Και η φύση ήταν η φύση του.
Γιατί τα χρώματα ήταν ήδη πάνω από την αρχή.
Σαν να κουβαλούσε πάνω στο δέρμα του τα στίγματα των χρωμάτων.
Έτσι όταν άρχισε να βάζει τη γη πάνω στο πρόσωπό του, ήξερε ότι δεν θα υπήρχε επιστροφή.
Δεν ήταν πια μια ιδέα και μόνο αλλά μια πραγματικότητα.
Και η προσφυγή θα είχε νόημα και για τους προηγούμενους αιώνες.
Όχι επειδή είχε προσωπική ανάγκη αλλά γιατί ο λαός του υπέφερε.
Και είχε υποφέρει περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε.
Έπιασε τον πρώτο κορμό που είχε φέρει.
Ήταν τεράστιος και μεγαλοπρεπής.
Άρχισε να τον λαξεύει για να του δώσει την μορφή της παράδοσης.
Κάθε μεταβολή, ήταν και μια πράξη.
Το ξύλο αποκτούσε μια ανθρώπινη μνήμη.
Έτσι όταν άνοιξε κι έγινε για πρώτη φορά διαμπερές.
Χαμογέλασε.
Μετά σήκωσε τον κορμό για να περάσει τις ακτίνες του ήλιου μέσα του.
Κι έτσι εμφανίστηκε πάνω στον κορμό του δέντρου ο δίχρωμος ήλιος.