15661 - Μοιρασιά της γνώσης

Ν. Λυγερός

Πολύ συχνά οι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία μόνοι τους. Ήμασταν σε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο και τους λέγαμε: έχει ενδιαφέρον ότι όταν δίνετε θέσεις για τον κινηματογράφο, δίνετε για δύο άτομα. Όταν δίνετε βιβλία, τα δίνετε για έναν’. Κοιτάξτε το παράδειγμα. Άμα το σκεφτόμασταν αυτό από την αρχή, θα καταλαβαίναμε ότι ο στόχος της ανάγνωσης του βιβλίου είναι να μιλήσουμε για το βιβλίο. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά άμα το πάρετε αλλιώς, θα δείτε ότι Το βιβλίο είναι η Βίβλος. Όσοι διαβάζουν την Βίβλο, είναι για να διαδώσουν το μήνυμα. Και μάλιστα γι’ αυτό λέγονται και Ευ-αγγέλια. Άμα το σκεφτείτε ορθολογικά, αυτό το παράδειγμα σας λέει ότι όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, ο στόχος δεν είναι να το διαβάσεις μόνο εσύ. Ο στόχος είναι να μιλήσεις για αυτό το βιβλίο. Εδώ καταλαβαίνετε το εξής: ότι υπάρχει όντως μια δυσκολία. Αν θέλετε ειδικά με τον αγαπημένο σας ή με την αγαπημένη σας, προσπαθήστε να διαβάσετε ταυτόχρονα το ίδιο βιβλίο. Όχι δύο αντίγραφα. Το ίδιο. Δηλαδή ο καθένας να διαβάζει κάθε σελίδα, αν πηγαίνει ο ένας πιο γρήγορα από τον άλλον, να περιμένει τον άλλον και μετά μόνο να την γυρίζει. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα ωραίο τεστ αντοχής. Στην αρχή, σας συμβουλεύω, μην πάρετε ένα πολύ μεγάλο βιβλίο. Μην αρχίσετε κατευθείαν με Ντοστογιέφσκι ή πάρτε μια νουβέλα του Ντοστογιέφσκι, πάρτε λίγο πιο μικρό. Άμα δείτε έτσι ένα βιβλίο που έχει το πολύ πενήντα σελίδες δεν είναι μόνο άθλημα, γίνεται άθλος. Τότε καταλαβαίνετε ότι όντως η μοιρασιά της γνώσης είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι νομίζετε. Τώρα επανερχόμαστε στον κινηματογράφο. Αντί να σας δώσουν δύο θέσεις – γιατί δεν μπορεί ένας να δει την ταινία, πρέπει να κάθεται κάποιος δίπλα; Στον κινηματογράφο θεωρούμε ότι είναι πιο φυσιολογική η έννοια της μοιρασιάς. Δηλαδή ότι βλέπουμε την ίδια ταινία και θα τη μοιραστούμε. Αλλά ξεχνάμε κάτι: Γιατί γίνεται αυτό; Επειδή στον κινηματογράφο είναι παθητικό. Είναι ο κινηματογράφος που παίζει. Ενώ στο βιβλίο είναι ενεργητικό. Είναι ο αναγνώστης που διαβάζει. Άρα, δεν εκπέμπει το βιβλίο. Είναι ανάποδα. Διαβάζω με τον ρυθμό που θέλω εγώ. Άρα αν δεν διαβάζω, το βιβλίο είναι απλώς μια προσφορά. Αλλά αυτή η προσφορά δεν γίνεται αποδεκτή. Στον κινηματογράφο γίνεται αποδεκτή, γιατί εκπέμπεται συνεχώς, χωρίς καν να σου δίνει τη δυνατότητα να πεις ‘δεν θέλω να το δω’. Εκτός αν πραγματικά θέλετε, σας δυσαρεστεί και φεύγετε. Και τους λέγαμε στο ραδιόφωνο: θα έχει πολλή πλάκα να δίνετε τζάμπα βιβλία, αλλά να τους λέτε να τα διαβάζετε δύο μαζί. Και να δίνετε τζάμπα θέσεις στον κινηματογράφο, αλλά να είναι μόνο για έναν. Και ενώ είναι πάλι μια προσφορά, θα ήταν ήδη αντισυμβατικό. Έχετε πολλούς ανθρώπους που θα σας πουν ‘μα θα πάω στον κινηματογράφο μόνος μου, μόνη μου’; Δεν λένε ποτέ ‘μα θα διαβάσω αυτό το βιβλίο μόνος μου, χωρίς κανέναν άλλον, να είμαι μόνος μου μέσα σε αυτό το βιβλίο, εγώ και ο συγγραφέας; Δεν θέλω.’ Βλέπετε αυτές τις σχέσεις με τα αντικείμενα, όταν δεν τις σκεφτόμαστε ως υποκείμενα, είναι γιατί δεν καταλαβαίνουμε τα κείμενα. Άρα τα θεωρούμε ότι είναι απόλυτα φυσιολογικά, επειδή δεν τα σκεφτόμαστε με έναν μη ορθολογικό τρόπο – τουλάχιστον συμβατικό – και γι’ αυτό τελικά δεν τα αναλύουμε σοβαρά.