6285 - Stépan Trophimovitch Verkhovensky
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
«Ανέτρεχα στις βιβλιοθήκες,
συσσώρευα βουνά σημειώσεων.
Ελπίζαμε τότε!
Μιλούσαμε ως τα χαράματα,
οικοδομούσαμε το μέλλον.
Αχ! Πόσο γενναίοι ήμασταν,
δυνατοί σαν τ’ ατσάλι,
ακλόνητοι σαν βράχος!»
Ο παλιός χαρτοπαίχτης,
δεν είχε ακόμη ανάψει την πίπα του
μα δικαιολογείτο ήδη
μπροστά στη φίλη του τη Βαρβάρα
εξ αιτίας της κριτικής της
τόσο τρυφερής, όσο και διορατικής
απέναντι στο μηδέν της λήθης.
«Υπήρχαν βράδια
πραγματικά αθηναϊκά:
Η μουσική, από ισπανικούς σκοπούς,
ο έρωτας για την ανθρωπότητα,
η Μαντόνα Σιξτίνα…
Ω ευγενή και πιστή μου φίλη,
ξέρετε, ξέρετε καλά
πόσα έχω χάσει…»
Πώς θα μπορούσε να ξέρει
ποιος άλλωστε θα μπορούσε
αν όχι ο Anton Grigoreiev.
Κι έπρεπε να γνωρίζει για να αναγνωρίζει.
Η απώλεια υπήρξε μια πτώση.
Μα δεν ήταν παρά μόνον η αρχή.
Η κατάσταση πολιορκίας δεν είχε ακόμη στηθεί,
αιωρείτο ήδη επί της σκηνής του έργου
όπως το πλούσιο σαλόνι εποχής
δεν μπορούσε να κρύψει την εξαχρείωση.
Όλα ήταν έτοιμα και εσφαλμένα ταυτόχρονα.
Έπρεπε να κάνουν tabula rasa
για να προετοιμάσουν την αλλαγή
και να κατανοήσουν την επανάσταση του παίχτη.