Μου φαίνεται, αν και δεν ξέρω, ότι οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, μεταμορφώνονται όσο ζουν ακόμα σε χοίρους για παράδειγμα και ζουν, λούζονται στις λάσπες, όπως λούζονταν πριν στις αμαρτίες. Κι έτσι είναι. Δε με νοιάζει για τους απλούς ανθρώπους – τους ξέχασε κι ο ίδιος ο Θεός! Οπότε τι μπορώ να κάνω κι εγώ! Πού είναι κι αυτοί;.. Ίσως στις στάχτες ταΐζει ο αυθάδης για το σάλο (1); Μπορεί κι έτσι; Αρκετά καλά δημιούργησαν σ’ αυτή τη γη, ποτάμια δάκρυα κυλούσαν, και αίμα – θάλασσα. Γνωρίζει ο κόσμος, ποιον ταΐζει και ποιον φροντίζει. Και θα πείτε: για τη δόξα έχυσαν θάλασσες το αίμα, ή για τον εαυτό τους; Όχι, για μας! Για μας, τους ταλαίπωρους, έκαψαν τον κόσμο! Ώσπου τους έβαλαν στις στάχτες. Αλλιώς μάλλον θα βοσκούσαν οι χοίροι στο χωράφι. Καταραμένοι! Καταραμένοι! Πού ’ναι η δόξα σας;; Στα λόγια! Πού ’ναι το χρυσάφι σας, παλάτια; Μεγάλη εξουσία; Στους τάφους, στους τάφους από τους δήμιους βαμμένους, σαν εσάς. Που ζώντας σαν τα άγρια θηρία, γουρούνια γίνατε!.. Πού είσαι; Άγιε μεγαλομάρτυρα; Προφήτη του Θεού; Ανάμεσα μας, πανταχού παρών, παντού μαζί μας σαν άγιος άγγελος πετάς. Καλέ μου φίλε, θα μιλήσεις ψιθυριστά σιγά… για την αγάπη την άμοιρη, τη δυστυχία∙ Ή για τη θάλασσα και το Θεό, ή για το άδικα χυμένο αίμα των ανθρώπων από τους δήμιους. Βαριά θα κλάψεις εδώ μπροστά μας, θα κλάψουν όλοι… Ζωντανή η άγια ψυχή του ποιητή με τα ιερά της λόγια ζει, κι εμείς διαβάζοντας, ζωντανεύουμε, στους ουρανούς ακούμε το Θεό. Ευχαριστώ, φτωχέ μου, φίλε! Εσύ, γνωρίζω, τα τελευταία σου λεπτά μοιράστηκες… Μα το Θεό, πολλά κατάφερες εσύ, ω αδελφέ μου! Μου έστειλες στη φυλακή τα έργα του ποιητή μας, – και της λευτεριάς μού άνοιξες την πόρτα! Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου φίλε! Θα διαβάσω λιγάκι… και θα ζωντανέψω… Την ελπίδα στην καρδιά θα χαιρετίσω, ψιθυριστά σιγά θα τραγουδήσω, και το Θεό – Θεό θ’ αποκαλέσω. Πρώτο μισό 1850, Όρενμπουργκ (1) Σάλο – χωρισμένο από το κρέας χοιρινό λίπος, που διατηρείται αλμυρό και καταναλώνεται ωμό, τηγανιτό ή βραστό. Θεωρείται εθνική λειχουδιά στην Ουκρανία. Αποθηκεύεται για το χειμώνα με πολλούς τρόπους. Мені здається, я не знаю Тарас Шевченко Мені здається, я не знаю, А люде справді не вмирають, А перелізе ще живе В свиню абощо та й живе, Купається собі в калюжі, Мов перш купалося в гріхах. І справді так. Мені байдуже За простих сірих сіромах,— Вони і господом забуті! Так що ж мені тут гріти-дути! А де оті?.. Невже в сажах Годує хам собі на сало? А може, й так? Добра чимало Вони творили на землі, Ріками сльози розлили, А кров морями. Люде знають, Кого годують, доглядають. І що ж ви скажете: за славу Лили вони моря кроваві Або за себе? Ні, за нас! За нас, сердешних, мир палили! Поки їх в саж не засадили. Якби не те, то певне б пас Свинар в толоці. Кляті! кляті! Де ж слава ваша?? На словах! Де ваше золото, палати? Де власть великая? В склепах, В склепах, поваплених катами, Такими ж самими, як ви. Жили ви лютими звірми, А в свині перейшли!.. Де ж ти? Великомучениче святий? Пророче божий? Ти меж нами, Ти, присносущий, всюди з нами Витаєш ангелом святим. Ти, любий друже, заговориш Тихенько-тихо… про любов Про безталанную, про горе; Або про бога та про море, Або про марне литу кров З людей великими катами. Заплачеш тяжко перед нами, І ми заплачемо… Жива Душа поетова святая, Жива в святих своїх речах, І ми, читая, оживаєм І чуєм бога в небесах. Спасибі, друже мій убогий! Ти, знаю, лепту розділив Свою єдину… Перед богом Багато, брате, заробив! Ти переслав мені в неволю Поета нашого,— на волю Мені ти двері одчинив! Спасибі, друже! Прочитаю Собі хоть мало… оживу… Надію в серці привітаю, Тихенько-тихо заспіваю І бога богом назову. Перша половина 1850, Оренбург |