60155 - Η Επιστροφή

Ν. Λυγερός

Στο αυτοκίνητο καθόταν δύο μπροστά και δύο πίσω. Θυμόταν ότι η οδήγηση ήταν ανάποδη. Αλλά τίποτα για τον προορισμό. Δεν έτρεχαν. Παρόλο που ήταν αυτοκινητόδρομος και υπήρχε άνεση. Δεν φαινόταν κανένα άλλο αυτοκίνητο ούτε μπροστά ούτε πίσω. Αλλά ποιος ήταν ο λόγος της αποστολής δεν το ήξερε. Δεν τον είχε ξεχάσει. Απλώς δεν τον ήξερε και αυτό του φάνηκε παράξενο εκ των υστέρων. Ήταν στο τέλος μιας μεγάλης ευθείας. Υπήρχε μια στροφή που ανηφόριζε. Ναι αυτό ήταν ανηφόριζε. Κάτι άλλο; Όχι. Και μετά; Τίποτα. Ή μάλλον δεν υπήρχε πια αυτοκινητόδρομος. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου κατάλαβαν ότι είχε έρθει η ώρα τους. Κοιτάχτηκαν μία τελευταία φορά. Δεν υπήρχε τρόμος ούτε φόβος μάλλον μόνο μία έλλειψη κατανόησης της κατάστασης. Κι ύστερα; Δεν υπήρχε ύστερα. Όχι ακριβώς… Απλώς έπεφταν. Ναι, απλώς έπεφταν μέχρι ν’ αγγίξουν τη γη… Όταν συνήλθαν είδαν τα τέσσερα πτώματα. Ήταν νεκροί. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο αλλά πώς κοιτούσαν τα νεκρά κορμιά τους;