60160 - Το μαντολίνο

Ν. Λυγερός

Τους είδε καθισμένους στο σαλόνι και κατάλαβε τι περίμεναν. Έπιασε λοιπόν το μαντολίνο κι άρχισε να παίζει τους αγαπημένους του ρυθμούς. Αυτή η μουσική που είχε διασχίσει τους αιώνες και που ήταν αόρατη, έμοιαζε με τις ψυχές τους. Τους είδε να χαμογελούν. Θυμήθηκε πως χαιρόντουσαν όταν τους ανέλυε πώς είχε συνθέσει αυτό που άκουγαν. Ήθελε να τους δείξει πως ήταν μαζί ακόμα και μετά. Μετά τη στροφή. Μετά τη διακλάδωση. Είχε αλλάξει κάτι όμως. Δεν είχαν πια παράπονα όπως παλιά. Ήταν σαν να έβλεπαν επιτέλους την αρμονία για την οποία τους μιλούσε τόσο καιρό. Και σκέφτηκε πως τελικά χρειάστηκε να πεθάνουν για να δουν την αλήθεια. Άρχισαν τις παραγγελίες ο ένας μετά τον άλλον. Μάλλον η μία μετά την άλλη… Γιατί ο άντρας δεν έβγαλε μιλιά. Άκουγε μόνο το μαντολίνο. Αυτός ήταν εγκλωβισμένος. Εκείνες ήταν στα κατεχόμενα. Θυμήθηκε πόσο έκλαιγαν την πρώτη φορά που είχαν δει τα σπασμένα νεκροταφεία. Και τώρα ήταν δίπλα του μέσα στο σαλόνι και άκουγαν κάθε νότα γιατί είχαν μάθει μαζί του για την αόρατη ουσία τους. Δεν μίλησαν για το τι είχε γίνει. Αλλά όλοι ήξεραν ότι θα συνέχιζε το έργο μαζί τους, ακόμα και νεκρός!