60167 - Το τσέλο

Ν. Λυγερός

Έλειπε το δοξάρι στο τσέλο, ήταν στο άλλο δωμάτιο. Αλλά η ψυχή του ήταν εκεί. Το σήκωσε και κάθησε στην καρέκλα. Το έβαλε στη θέση του αφού είχε τραβήξει το κοντάρι στα όριά του για να το νιώσει στο ύψος του. Έτσι ακούστηκαν τα pizzicati. Έλαβε έτσι το δώρο της ψυχής. Και χωρίς δοξάρι του μιλούσε με τον πιο άμεσο τρόπο αφού δεν υπήρχε ενδιάμεσο. Οι δακτυλισμοί τον έφερναν όλο και πιο κοντά σε αυτό που είχε ζήσει, για το οποίο είχε πεθάνει, και για τον λόγο που είχε επιστρέψει. Ήταν εδώ ακόμα και μετά το τέλος. Υπήρχε ανάγκη. Αλλά δεν ήξερε, ποιος την είχε; Αυτοί που ήταν στους τάφους ή αυτές που έκλαιγαν πάνω στους τάφους; Αυτοί που έπαιζαν με τις ψυχές των ανθρώπων έπρεπε να βρουν ένα εμπόδιο. Μία άμυνα που θα καθυστερούσε την επίθεσή τους  πριν την αφοπλίσει με έναν συνδυασμό. Όταν άκουσε αυτή τη λέξη κατάλαβε πως αυτή χαρακτήριζε αυτό που είχε γίνει. Απλώς ήταν η πρώτη φορά που έπαιζε τις κινήσεις από μέσα. Εντός σκακιέρας.