66738 - Η πλατεία του κόσμου

Ν. Λυγερός

Περπάτησαν στον πεζόδρομο. Δεν φοβόταν πια.
Ένιωθε ασφάλεια μαζί του ακόμα κι αν  δεν ήξερε που την πήγαινε.
Είχε συντονιστεί στον βηματισμό της. Το κλαρίνο ακολουθούσε τη σοπράνο.
Ξαφνικά άλλαξε πλευρά και πήγε διαγώνια
για να περάσουν από μια άλλη πλατεία, μικρότερη αλλά συμβολική.
Λίγο πιο πέρα μπήκαν και σε μια τσαγερί. Μπήκε πρώτος και τον ακολούθησε.
Κάθισαν στη γωνία και ζήτησε να τους φέρουν ένα μαύρο ρώσικο τσάι…
Ήθελε να ξεκουραστεί η ψυχή της διότι δεν περίμενε τόσο νωρίς τον ερχομό του.
Αλλά τώρα που τον έβλεπε απέναντί της να πίνει τσάι, θυμήθηκε όταν είχαν βρεθεί σ’ εκείνο το τραίνο που διέσχιζε την Ιταλία.
Είχε βρεθεί κατά λάθος στην καμπίνα της αλλά του είχε ζητήσει να μείνει
και αυτός το είχε δεχτεί.
Μαζί της ήταν και άλλοι.
Αυτοί όμως δεν είχαν αντιληφθεί τον πόνο της.
Το φως του την είχε αγγίξει από την πρώτη στιγμή.
Και τώρα αυτό έβλεπε ξανά δίπλα στο σαμοβάρι…
Η πληγή της ήταν παλιά και βαθιά.
Το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που την είχε δει.
Αλλά δεν είχε μιλήσει.
Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.
Η απουσία της ελευθερίας είχε χαλάσει ακόμα και την ψυχή της.
Γι’ αυτό ήταν τόσο σκληρή.
Όμως είχε αναγνωρίσει το φως.
Και η σκληρότητά της είχε μεταμορφωθεί.
Είχε ανακαλύψει την αμισεία του και δεν μπορούσε να του κάνει κακό
ακόμα κι αν το ήθελε πριν.
Είχε επιζήσει μετά από τόσα χρόνια εγκλωβισμένη μέσα στο βάρβαρο καθεστώς.
Η ομορφιά δεν την άγγιζε πια γιατί δεν είχε νόημα γι’ αυτή.
Έβλεπε μόνο τον θάνατο και τη ζωή, τίποτα άλλο.
Ο κόσμος ήταν ασπρόμαυρος.
Αλλά εκείνος είχε αρχίσει να ζωγραφίζει μέσα της με το ίδιο του το χρώμα.
Κι εκεί όπου όλα ήταν μαύρα και λευκά, εμφανίστηκε το γαλάζιο της ελευθερίας.
Ήταν σαν να είχαν αλλάξει χρώμα τα τετράγωνα μιας σκακιέρας και να είχε μεταμορφωθεί.
Δεν φανταζόταν ότι υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι πριν ζήσει την ιδεολογική κατοχή.
Και δεν περίμενε να υπάρχουν λόγω ανάγκης.
Αλλά τώρα το καταλάβαινε.
Ανάμεσα σε δύο γουλιές ζήτησε συγγνώμη για το σκάνδαλο,
αλλά την είχε ήδη συγχωρέσει.
Έτσι άγγιξε την ψυχή της τόσο απλά, όπως άλλοι αγγίζουν ένα χέρι.
Δεν ήταν φιλί, αλλά χάδι.
Το μαύρο των ματιών της έβλεπε επιτέλους το γαλάζιο ενός του ωκεανού που είχε πιει όλα τα δάκρυα του κόσμου.
Τότε αναστήθηκε.