81071 - Καταγραφή Αποσπάσματος e-Masterclass: Η Διδασκαλία είναι δεδομένη όχι όμως αυτονόητη
Ν. Λυγερός
Σήμερα το Masterclass αφορά τη Διδασκαλία, αλλά τη Διδασκαλία με μια έννοια πιο βαθιά που σχετίζεται με αυτό που λέμε δεδομένο και αυτονόητο. Κοινωνικά θεωρούμε ότι το δεδομένο και το αυτονόητο είναι σχεδόν το ίδιο, αλλά θα κάνουμε αυτή τη διαφοροποίηση, θα πάμε λίγο πιο βαθιά, μάλλον θα πάμε πολύ πιο βαθιά, αλλά στην εισαγωγή τουλάχιστον να τα πω. Όταν κάποιος είναι δεδομένος, όλοι του εξηγούν ότι δεν πρέπει. Λένε, ας πούμε, «σ’ έχει για δεδομένο» ή «σ’ έχει για δεδομένη». Και μετά, μόλις το ακούει κάποιος αυτό, λέει, «ωχ, την πάτησα». Εμένα μ’ αρέσει όταν μου το λένε. Γιατί στη Διδασκαλία πρέπει να είστε δεδομένοι, δηλαδή ο Δάσκαλος να είναι πάντα με τους Μαθητές ό,τι και να γίνει, δεδομένος. Όπως σήμερα λέμε data, δεδομένα. Θα μου πείτε γιατί. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχει τουλάχιστον μια πλατφόρμα σιγουριάς για την εκκίνηση. Δηλαδή για εμένα κάτι που είναι δεδομένο είναι ο στυλοβάτης για έναν κίονα. Φανταστείτε να μην είναι δεδομένος ο στυλοβάτης. Να πει, όχι παιδιά, θα πάω στον άλλον. Άμα το σκεφτείτε με αυτόν τον τρόπο, θα καταλάβετε πώς βλέπω το αυτονόητο. To αυτονόητο είναι αυτό που δεν αμφισβητούμε γιατί θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο. Αυτό που παρακολουθώ, ειδικά το βλέπετε στην Ελλάδα, πάνω κάτω όταν κάποιος λέει ότι είναι αυτονόητο, αμέσως μετά κάνει ένα λάθος. Λέει, «μα είναι αυτονόητο» και στην πραγματικότητα ξέρεις ότι είναι ακριβώς το αντίθετο. Αλλά αυτός το θεωρεί αυτονόητο. Το αυτονόητο, όπως το λέει και η λέξη, σχετίζεται με μια νοημοσύνη χαμηλού επιπέδου. Και τώρα εγώ ρωτάω, γιατί να είναι αυτονόητος ο Δάσκαλος την ώρα της Διδασκαλίας; Γιατί, άμα ήταν όλα αυτά που λέει αυτονόητα, τότε τι κάνει η Διδασκαλία; Στην πραγματικότητα πρέπει να ασχοληθεί με τα μη αυτονόητα, αλλά αυτός να είναι δεδομένος. Γιατί αλλιώς δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Άρα το βλέπετε. Η αγάπη του Χριστού ήταν δεδομένη; Βέβαια! Ήταν όμως αυτονόητη; Ε, όχι! Γιατί μέχρι να μπούμε στο ψαχνό, στο ψητό, ό,τι θέλετε, ανάλογα σε ποια κατηγορία είστε, υπάρχει ένα θέμα. Αλλά το άλλο είναι ότι το αυτονόητο δεν επιτρέπει την πολλαπλότητα, δεν επιτρέπει το διττό, δεν επιτρέπει το χιούμορ. Γιατί υπάρχει χιούμορ ακόμα και στην πίστη. Θα το έλεγα και λίγο διαφορετικά, θα έλεγα ότι μία θρησκεία που δεν έχει χιούμορ, δεν είναι πίστη. Θα μου πείτε, τώρα βάλαμε και το χιούμορ σαν κριτήριο; Ναι. Αλλά να ξέρετε ότι και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη υπάρχει χιούμορ. Θα μου πείτε όμως, είναι λεπτό; Ναι, είναι λεπτό και είναι νοημοσύνης, αλλά υπάρχει. Αλλά τι προσπαθώ να πω; Άμα υπάρχει ένας λόγος που είναι πολλαπλός και σχετίζεται με τα επίπεδα κατανόησης των άλλων, ή μπορεί και να είναι και διαφοροποίησης, συχνά λέμε π.χ. πώς μιλάει ο Χριστός στους αθώους, πώς μιλάει ο Χριστός στους Μαθητές, πώς μιλάει ο Χριστός στους Φαρισαίους. Όταν ο Χριστός μιλάει σ’ έναν μαθητή με το ύφος που θα μιλούσε σαν να ήταν Φαρισαίος, ο μαθητής σφίγγεται. Ξαφνικά σου λέει, κάτι δεν πάει καλά. Άμα μιλάει σ’ έναν μαθητή, αλλά με το ύφος που θα μιλούσε σ’ έναν αθώο, ο μαθητής πάλι σφίγγεται, λέει ότι κάτι δεν πάει καλά. «Μάλλον δεν καταλάβα τίποτα από αυτά που μου είπε και μου τα ξαναεξηγεί». Όταν μιλάει σ’έναν αθώο, είναι πάντοτε ευχαριστημένος ο αθώος, γιατί είναι το ύφος του, δεν έχει καμία επιλογή. Άμα αρχίσει να μιλάει σε έναν Φαρισαίο σαν τα ήταν Μαθητής, τότε αυτός δεν καταλαβαίνει πού το πάμε και θα φάει το πρόβλημα στο τέλος. Άρα έχει έναν συντονισμό, ο οποίος ως μονοπάτι καταλήγει τελικά σε μία απόρριψη μιας θέσης, η οποία είναι δογματική και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα που είχε προβλέψει. Δεν μιλάμε για σενάριο, είναι ότι ο άλλος του κάνει μια παγίδα, όχι μόνο ξεφεύγει από την παγίδα, αλλά αφήνει τον Φαρισαίο μέσα στην παγίδα. Και του λέει ότι εφόσον είναι αυτός ο οίκος σου, κάτσε στον οίκο σου. Άρα για την πολλαπλότητα, έχουμε λοιπόν, αν θέλετε, μία βάση δεδομένων, πάνω στην οποία θα μπορέσουμε να χτίσουμε τον λόγο, να χτίσουμε τις σκέψεις, να χτίσουμε τις συμβουλές και μετά από αυτό, θα μπορούμε να πούμε ότι αφού το χτίζουμε, θα πάμε πιο βαθιά. Πιο βαθιά μπορεί να είναι πρώτα πιο βαθιά και μετά να πάμε πιο ψηλά. Θέλω να έχετε στο μυαλό σας έναν ουρανοξύστη και να σκεφτείτε ότι για να πάτε ψηλά, πρέπει να έχετε πάει βαθιά στα θεμέλια και μετά πάτε ψηλά. Ακόμα όμως κι όταν πάτε ψηλά, οι περισσότεροι, τουλάχιστον οι αθώοι, δεν μπορούν να φανταστούν ότι ο ουρανοξύστης πάνω κάτω έχει ένα ανάποδο ύψος που είναι τόσο σημαντικό. Είναι όπως όταν βλέπουν ένα δέντρο, δεν φαντάζονται το δέντρο από κάτω. Μόνο όταν είναι στραβό το δέντρο καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Γιατί πρέπει να υπάρχει μια μορφή, υποτίθεται, στο μυαλό τους, ισορροπίας.
Αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αρμονία. Άρα για να πάμε ψηλά, πρέπει να πάμε βαθιά. Βλέπετε ότι αυτό είναι ήδη ένα μη αυτονόητο νοητικό σχήμα. Γιατί κάποιος που θέλει να πάει ψηλά, σου λέει, είμαι σε ένα ύψος, θα πάω πιο ψηλά. Άντε τώρα να του εξηγήσεις ότι πρέπει να πάει πρώτα πιο χαμηλά για να πάει πιο ψηλά. Όμως, άμα το σκεφτούμε καλά, όταν σου λέει κάποιος, «θες να τρέξεις; Άμα θες μπορείς να πάρεις και φόρα», το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνεις για να πάρεις φόρα είναι να πας πιο πίσω, έτσι ώστε, όταν θα φτάσεις στο σημείο εκκίνησης, θα είσαι με φόρα. Αυτό λοιπόν που επιτρέπει η Διδασκαλία, όταν είναι δεδομένη, είναι ότι επιτρέπει μια ανάπτυξη του Μαθητή με φόρα. Και δεν ξεκινάει από το μηδέν, είναι σαν να έχουμε ένα push. Τον σπρώχνει από την αρχή, μετά είναι καλό να είσαι λίγο προετοιμασμένος γιατί το push μπορεί να είναι πολύ push και λες «Παναγία μου, ξεκινάει έτσι»; Αλλά θέλω να φανταστείτε το push που δέχεται ένας αστροναύτης, όταν ακούει τη λέξη ignition. Εδώ να δείτε τι είναι το push. Άρα θα μου πείτε, «εγώ το χρειάζομαι»; Όχι. Να ξέρετε ότι στη Διδασκαλία ποτέ δεν βάζουμε push σε αθώο. Ποτέ. Γιατί δεν θα το αντέξει. Οι πρώτοι που αντέχουν είναι οι Μαθητές. Υπάρχει πρώτα ένα crash test, υπάρχουν αυτοί που είναι εν δυνάμει Μαθητές, συνήθως το παίζουν λίγο σπουδαίοι, πιο σημαντικοί, κ.λπ. Εντάξει, δεν μας πειράζει. Μετά από το πρώτο push έχει τελειώσει το θέμα, έχουν ξαναμπεί στην κατηγορία αθώοι και τους αφήνουμε ήσυχους και μετά τους βλέπουμε διαφορετικά. Υπάρχουν κι οι άλλοι Μαθητές που έχουν πάντοτε αμφιβολίες, λένε αυτά, θα τα καταφέρω, δεν θα τα καταφέρω. Τελικά βγαίνουν αυτοί καλύτεροι στην πράξη. Γιατί, όταν έχεις αμφιβολίες, λες το push θα το αντέξω; Και τελικά προετοιμάζεσαι πιο πολύ από τον άλλον που θεωρεί ότι είναι αυτονόητο ότι θα το αντέξει. Άρα δεν υπάρχει τίποτα το αυτονόητο στην αγάπη. Και η Διδασκαλία δεν λειτουργεί χωρίς αγάπη. Αν υπάρχει κάτι που είναι αυτονόητο, είναι το μίσος. Στο μίσος το αυτονόητο, βέβαια, λειτουργεί. Νομίζω ότι όσοι από σας έχουν ασχοληθεί με γενοκτονίες, η πράξη βαρβαρότητας είναι αυτονόητη. Μετά του λες «γιατί το έκανες αυτό»; «Επειδή τον μισούσα». Και λες πάνω σε ποιο κριτήριο; Κανένα κριτήριο, είναι αυτονόητο. Μόνο που υπήρχε, ήταν ήδη ένα πρόβλημα. Η διαφορά λοιπόν με την αγάπη που το βλέπω ακόμα και στον Σωκράτη, όταν διδάσκει ακόμα και στους σκλάβους. Μη θεωρείτε ότι είναι μια λεπτομέρεια. Εκείνη την περίοδο, οι σκλάβοι ήταν δύσκολη υπόθεση. Για να καταλάβετε, ενώ υποτίθεται ότι ο Αριστοτέλης είναι η μετεξέλιξη του Σωκράτη και του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης γράφει ότι υπάρχει και ο φυσικός σκλάβος. Δηλαδή είναι σαν να είναι δικαίωμα να τον θεωρήσεις σκλάβο. Και είναι φυσικό. Το φυσικό μπορεί να είναι και πράξη βαρβαρότητας. Σκεφτείτε το αυτό το πράγμα και σκεφτείτε ότι ο Σωκράτης διδάσκει σε σκλάβο. Είναι ασύλληπτο σαν concept, γιατί θεωρούσαν όλοι ότι ήταν αυτονόητο ότι οι σκλάβοι ήταν υπάνθρωποι. Εμείς το ξεχνάμε λίγο αυτό. Μπορεί μερικές φορές να μη μας συμφέρει. Αλλά εγώ αυτό που θεωρώ ότι είναι όμορφο και για μένα αυτό σώζει τον Ελληνισμό, είναι ότι ο Σωκράτης διδάσκει και σε υπάνθρωπο για την κοινωνία, γιατί αυτός βλέπει τον άνθρωπο. Αυτό είναι ένα μεγάλο μάθημα εκείνη την εποχή. Τώρα για εμάς που είναι όλα αυτά, υποτίθεται αυτονόητα, όλοι έχουν ψυχή, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα κ.λπ., το ξεχνάμε, αλλά είναι μία τεράστια υπέρβαση. Όταν λοιπόν το βλέπετε αυτό, βλέπετε και την ομορφιά της Διδασκαλίας. Η ομορφιά δεν έχει τίποτα το αυτονόητο. Όμως η ομορφιά, από τη στιγμή που τη λέμε ομορφιά, πρέπει να είναι δεδομένη. Οποιοδήποτε χτύπημα πάνω στην ομορφιά, τη χαλάει. Άρα ουσιαστικά η ομορφιά πρέπει να έχει και μια κομψότητα, κάτι το ασυμπίεστο. Όταν το βλέπετε με αυτόν τον τρόπο, πρέπει να δείτε ότι υπάρχει και το θέμα της ερμηνείας. Αρχίσαμε μία άλλη αμερικάνικη νουβέλα, όπου περιγράφω αυτό το γεγονός και λέω: Ποιος είναι ικανός να βλέπει τα φύλλα ενός δέντρου σαν να ήταν τα φτερά; Αλλά θα μου πείτε, εδώ στην Ελλάδα πετάει και ο γάιδαρος, για το δέντρο θα κολλήσουμε; Θα τα βλέπετε μερικές φορές αυτά τα δέντρα που έχουν μια μεγαλοπρέπεια και φανταστείτε τεράστια φτερά. Λέω φτερά, ενώ σκεφτόμουν φύλλα, αλλά τέλος πάντων είναι αυτό που θέλω να πω. Φανταστείτε λοιπόν να τα βλέπεις ότι δεν πετούν. Τι σημαίνει κάποιος που έχει τεράστια φτερά και δεν πετάει. Σημαίνει ότι κάθεται με αυτούς που δεν πετάνε. Θα μπορούσε κάποιος να πει, είναι σίγουρο ότι πετάει; Το πιο δυνατό στοιχείο είναι να καταλάβεις ότι αυτός κανονικά μόνο πετάει, αλλά κάθεται και περπατάει με τους άλλους. Γιατί θέλει να μάθουν να πετάνε. Και δεν μπορούν να τον ακολουθήσουν όταν πετάει, αλλά μόνο όταν περπατάει. Άρα αυτό μας φτιάχνει την περιπατητική σχολή. Άμα το σκεφτείτε, ότι πριν την πτήση υπάρχει ο περίπατος, να μου πείτε ότι είναι αυτονόητο. Θα κάνουμε αυτό σαν εισαγωγή. Μετά πάμε στα βαθιά.