83927 - Καταγραφή: Απόσπασμα – e-Masterclass: Ο κόσμος των ψυχών

Ν. Λυγερός

Επειδή στο προηγούμενο Masterclass δεν τελειώσαμε, θεωρήσαμε ότι ήταν καλό να κάνουμε μια συνέχεια. Άρα από τον ψυχικό κόσμο περνάμε τώρα στον κόσμο των ψυχών. Πάνω κάτω μπορούμε να πούμε ότι θεωρούμε ότι υπάρχει ο ψυχικός κόσμος. Το ερώτημα είναι τι κάνει η ψυχή μέσα σ’ αυτόν. Συνήθως έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε τι κάνει η ψυχή μέσα στη ζωή, άρα θεωρούμε πιο πολύ ότι η ζωή είναι ενσωματωμένη μέσα σ’ έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος γι’ αυτήν, αλλά το ερώτημα είναι, που μπορούμε να θέσουμε έτσι θεωρητικά, γιατί να πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος για τη ζωή, ενώ βλέπουμε πολλά σημεία του κόσμου που δεν έχουν ζωή. Τι εννοώ μ’ αυτό. Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι ένα φαινόμενο που είναι σπάνιο είναι απλώς μια εξαίρεση, γιατί μπορεί να έχει και μια τελεολογία.
Η ιδέα τώρα σε σχέση με τις ψυχές έχει ως εξής. Αν θεωρήσουμε ότι η ψυχή είναι το σημείο αναφοράς και δεν είναι πια η ζωή, τα πράγματα αποκτούν άλλες διαστάσεις. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, γιατί έχουμε ένα πράγμα το οποίο έχει μια πεπερασμένη διάρκεια και έχουμε ένα άλλο που είναι αθάνατο.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί από εμάς θα θέλαμε να έχουμε κάτι το χειροπιαστό, ας πούμε κάτι λίγο πιο επιστημονικό για να μπορούμε να γαντζωθούμε και να έχουμε, ας το πούμε, μια ασφάλεια πάνω σε μια έννοια. Εγώ το βλέπω κάπως διαφορετικά. Θυμάμαι το πρόβλημα με τον αιθέρα και τα προβλήματα με τον Michelson και Morley. Όταν έδειξαν ότι δεν λειτουργεί, θυμάμαι το πρόβλημα της φλογιστικής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι και στον τομέα της επιστήμης έχουμε ιδέες, οι οποίες τελικά είτε ματαιώθηκαν είτε τις ξεπεράσαμε, γιατί δεν είχαν μια πραγματικότητα όσον αφορά την ισχύ του μοντέλου. Το ερώτημα τώρα για τις ψυχές είναι μήπως θέλουμε ένα μοντέλο τέτοιου τύπου, δηλαδή ένα μοντέλο το οποίο να μπορούμε να το τεστάρουμε, ας το πούμε, τουλάχιστον πιο επιστημονικά. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι μπορούμε να τεστάρουμε πολλά πράγματα φιλοσοφικά, τώρα δεν έχει σημασία αν θεωρείτε ότι είναι αξιόλογο ή όχι, πάντως η Ανθρωπότητα το κάνει. Έχει μια φιλοσοφική προσέγγιση των προβλημάτων. Είναι άλλοι που μπορούν να έχουν μια ψυχολογική προσέγγιση των προβλημάτων, άλλοι μια επιστημονική προσέγγιση των προβλημάτων. Θα ήθελα τώρα να σας θέσω τον εξής προβληματισμό. Άμα δεν υπήρχε τίποτα που να ήταν εκτός της επιστήμης, όλα θα μπορούσαμε να τα τεστάρουμε. Ας το πούμε πως είμαστε σε μια επιστήμη που μπορεί να τεστάρει, γιατί έχουμε βέβαια και επιστήμη με υψηλές ενέργειες που δεν μπορούμε να τεστάρουμε. Φανταστείτε, σαν πείραμα σκέψης, ότι είμαστε σ’ ένα πλαίσιο όπου όλα τα μοντέλα μπορούμε να τα τεστάρουμε και να τ’ απορρίπτουμε π.χ. μ’ ένα κριτήριο τουλάχιστον του τύπου Popper ή ακόμα Kuhn, άντε και Lakatos.Το ερώτημα είναι το εξής. Θα θέλατε η ψυχή να είναι σ’ αυτήν την κατηγορία έτσι για σιγουριά; Αν η απάντησή σας είναι ναι, στην πραγματικότητα δεν έχετε ανάγκη στο μυαλό σας από την πίστη. Το ερώτημα είναι τότε, αν δεν έχετε ανάγκη από την πίστη, γιατί λέτε ότι είστε πιστοί. Γιατί μπορεί να λέτε ότι είστε πιστοί, γιατί λέτε προς το παρόν πιστεύω, μετά θα δω. Άμα το κάνετε με αυτόν τον τρόπο είναι καθαρά επιστημονικό, δηλαδή π.χ. πιστεύουμε σε μια θεωρία, μετά θα κάνουμε μερικά πειράματα και θα την απορρίψουμε, δεν θα πιστεύουμε πια. Άμα έχετε αυτό το σκεπτικό, να ξέρετε ότι είστε ήδη σ’ ένα λανθασμένο πλαίσιο, όσον αφορά το θέμα της πίστης. Άρα ξαναλέω τώρα, σ’ αυτόν εδώ τον ιδανικό κόσμο, όπoυ όλα μπορούμε να τα ελέγξουμε, να τα τεστάρουμε μέσω της επιστήμης. Υπάρχει το εξής θέμα. Μήπως οι άνθρωποι θα βρουν πάλι κάτι που δεν θα τεστάρετε; Δηλαδή μήπως θα βρουν κάτι ανάλογο από το θεώρημα της μη πληρότητας; Αρχικά εμείς θέλαμε, τουλάχιστον στον τομέα της Λογικής, οποιαδήποτε πρόταση να ξέρουμε αν είναι αληθινή ή ψευδής. Ήταν λογικό, ήταν αυτό που ήταν το σκεπτικό εκείνης της εποχής, ειδικά του Hilbert. Όταν εμφανίζεται ένα θεώρημα μη πληρότητας του Gödel, είναι κάτι που μας ξαφνιάζει, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό το θεώρημα μη πληρότητας φτιάχτηκε για να απορρίψει την ιδέα ότι όλα μπορούμε να τα τεστάρουμε και να πούμε, ναι ή όχι, αυτή η πρόταση είναι αληθινή ή όχι. Τώρα ξέρουμε ότι υπάρχει. Έχουμε βέβαια και το έργο του Cohen, του Matiyasevich κ.λπ. και βέβαια του Chaitin. Κοιτάξτε τώρα. Άμα το σκεφτείτε καθαρά μαθηματικά θα μπορούσατε να πείτε ότι έχετε τη νοσταλγία εκείνης της εποχής που πίστευε ότι μπορούμε να πούμε ναι ή όχι. Φανταστείτε τώρα το ερώτημα, υπάρχουν οι ψυχές, ναι ή όχι, να είναι ένα αποτέλεσμα του τύπου δεν ξέρουμε να απαντήσουμε ακόμα και με τις ιδανικές γνώσεις, γιατί πέφτουμε σε κάτι το ανάλογο από ένα θεώρημα μη πληρότητας. Ξέρουμε λοιπόν ότι υπάρχουν εκφράσεις που δεν μπορούμε να αποδείξουμε ούτε ότι είναι σωστές ούτε ότι είναι λάθος και υπάρχουν και φράσεις που μπορεί να έχουν και τις ιδιότητες χωρίς να έχουμε πρόβλημα, γιατί δεν έχουμε ένα σύστημα που να το κάνει, Zermelo–Fraenkel κ.λπ., μια Αριθμητική.
Τι προσπαθώ να σας πω μ’ αυτά τα παραδείγματα. Όταν σκεφτόμαστε κάτι, εφοδιάζουμε το σκεπτικό μας μ’ ένα υπόβαθρο. Εμείς στα Μαθηματικά το λέμε πιο πολύ Αξιωματική. Άμα λοιπόν έχετε την αξιωματική κάποιου τύπου, μερικά θεωρήματα είναι προσβάσιμα, άλλα δεν είναι. Αυτά που είναι προσβάσιμα, μπορεί να αποδείξετε ότι είναι σωστά ή να τα απορρίψετε με μία χρήση αντιπαραδείγματος. Ξαναφέρνω τώρα όλο τον προβληματισμό για να καταλάβετε πώς το σκέφτομαι. Η ιδέα είναι ότι έχουμε μερικές έννοιες που είναι εκτός επιστήμης, τις ξέρουμε. Εμένα αυτό που με απασχολεί είναι γιατί είναι εκτός επιστήμης εδώ και χιλιετίες. Θα μου πείτε ότι η επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη. Εγώ βλέπω ότι η Ανθρωπότητα το έχει ανάγκη. Και φαντάζομαι ότι στο πείραμα που σας έθεσα τώρα ότι όταν θα πούμε ότι όλα θα γίνονται με αυτόν τον τρόπο, κάποιος σαν τον Gödel θα καταφέρει να βρει έναν τρόπο για να σπάσει τον έλεγχο και να πει ότι αυτός ο έλεγχος δεν μου επιτρέπει μια ελευθερία.
Η ελευθερία είναι αν πιστεύω. Αν πιστεύεις χωρίς να έχεις κανέναν προβληματισμό, θα πεις ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Αν πιστεύεις με προβληματισμούς, προσπαθείς να ερευνήσεις και να σταθείς στα πόδια σου σε μερικά σημεία. Αν πιστεύεις, επειδή δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις, τότε είναι λάθος. Αλλά το ερώτημα τώρα που θέτω είναι, άμα σας ρωτούσα πριν τον Gödel, αν πιστεύετε ότι ο Hilbert έχει δίκιο, το πιο πιθανό είναι ότι όλοι μας εδώ κι εγώ μαζί, επειδή ήταν ας πούμε η εποχή, θα λέγαμε ότι και βέβαια έχει νόημα το ερώτημα. Όταν εμφανίστηκε το θεώρημα το 1931, όλοι κατάλαβαν ότι βέβαια δεν είχε νόημα το ερώτημα. Το θέμα είναι ποιος το σκέφτηκε πρώτος. Πρώτος το σκέφτηκε ο Gödel, ο οποίος έφτιαξε ένα εργαλείο, ειδικά για να σπάσει αυτήν την πεποίθηση. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο. Είναι εντελώς διαφορετικό από τις ερωτήσεις του τύπου, π.χ. εξωτικά όντα μεταξύ των πραγματικών και των μιγαδικών, των πεαδικών. Μπορούμε να έχουμε άλλα; Άρα αυτό που είδαμε μετά στα Μαθηματικά, που αυτό είχε ένα νόημα να αναρωτηθούμε, είναι ότι μπορούμε να κάνουμε και τα δύο. Μπορεί να έχουμε και εξωτικές λύσεις και να μην τις θέλουμε. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μετά είναι μια επιλογή. Φανταστείτε λοιπόν να έχουμε ένα τέτοιο θέμα. Εδώ τι θα κάνατε; Θα λέγατε ότι τώρα άμα δεν έχουμε την επιλογή της επιλογής, γιατί βλέπετε ότι είναι σαν να είναι μια μετα-επιλογή. Δηλαδή αν υπάρχουν μόνο δύο τιμές, Αλήθεια – Λάθος, μπορείς να πεις ότι θέλεις να μάθεις αν είναι Αλήθεια ή Λάθος. Μετά σου φτιάχνει ο Gödel φράσεις που δεν μπορείς να αποδείξεις ούτε το ένα ούτε το άλλο ούτε να το απορρίψεις, αλλά νιώθεις ότι έχουν κάτι το τεχνητό. Το θέμα είναι ότι σου επιτρέπουν μια ελευθερία που δεν μπορείς να ελέγξεις με μία πληρότητα.
Γι’ αυτό, άμα προσέχετε, κι εμείς το αποφεύγουμε αυτό, πάμε πιο πολύ για θέματα τελειότητας, αρμονίας, ποτέ πληρότητας. Η πληρότητα δεν φτάνει, η ισορροπία δεν φτάνει. Άρα ξέρουμε ότι μερικές έννοιες ήδη δεν επαρκούν για ν’ ασχοληθούν με άλλες. Το γεγονός ότι τα πράγματα στη Σχετικότητα εμφανίζονται φυσιολογικά, ενώ αρχικά πριν τον Einstein, το ηλεκτρομαγνητικό και το μηχανικό πλαίσιο ήταν ασυμβίβαστα, τελικά καταφέραμε να τα κάνουμε συμβατά. Γιατί σκέφτηκε κάτι άλλο, μια άλλη ιδέα, ότι η ταχύτητα του φωτός έχει σχέση με τον χωροχρόνο που δεν υπήρχε καν ο χωροχρόνος. Προσπαθώ να πω ότι ακόμα και τώρα στην αντίληψή μας, παρόλο που ξέρουμε ότι υπάρχει η θεωρία του Einstein, παρόλο που τη μελετάμε και τη δημοσιεύουμε, πολλοί από εμάς θεωρούν ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι κάτι το οποίο είναι ξεχωριστό. Ξέρουμε ότι δεν ισχύει. Απλώς για να το δούμε χρειαζόμαστε μεγάλες ταχύτητες και μεγάλη ακρίβεια. Άρα στην καθημερινότητα δεν φαίνεται.
Φανταστείτε να υπάρχει ένα ανάλογο κριτήριο για τις ψυχές. Εδώ θα λέγατε, τώρα την κάτσαμε τη βάρκα. Γιατί στην πραγματικότητα, επειδή τα λέμε μεταξύ μας, δεν θέλετε μόνο να υπάρχει ένα κριτήριο και να ξέρετε αν είναι σωστό ή λάθος, θέλετε να είναι προσβάσιμο και στην καθημερινότητά σας. Γιατί άμα είναι προσβάσιμο σε μια καθημερινότητα που δεν υπάρχει και πρέπει να πάτε σε ειδικές συνθήκες, σ’ ένα εργαστήριο για να δείτε τι γίνεται, λέτε τώρα τι να το κάνω. Άρα τα πρώτα προβλήματα που είχαμε με τα θέματα του χωροχρόνου, είναι ότι θεωρούσαμε ότι θα έπρεπε να έχουμε μεγάλες ταχύτητες. Μετά λύσαμε το πρόβλημα κι είναι ωραίο όπως το λύσαμε, πήγαμε σε μεγάλη ακρίβεια ρολογιών. Άρα καταφέραμε να δούμε ότι αυτή η διαφορά του χρόνου υπάρχει ήδη άμα βάλεις ένα ρολόι ακρίβειας πάνω σ’ έναν δορυφόρο και πάρεις ένα ρολόι ακρίβειας πάνω στη γη. Φτάνει. Το θέμα, ξαναλέω, για τους πονηρούς είναι, κι εμένα ποιος μου λέει ότι το ρολόι ακρίβειας είναι σωστό; Προσπαθώ να σας πώ ότι σε ένα πλαίσιο που είναι καθημερινό, τα αληθινά προβλήματα δεν υπάρχουν. Εσείς μετά θέλετε να βάλετε ένα αληθινό πρόβλημα που είναι εκτός και θα θέλετε να φέρετε τη λύση του μέσα στο φυσιολογικό σας. Κι άμα δεν υπάρχει, τι θα κάνετε; Θα πείτε συνεχίζω να πιστεύω ή συνεχίζω να μην πιστεύω. Θα είναι θέμα λοιπόν αντίληψης. Εδώ θα πρέπει να το διαχωρίσουμε. Έκανα αναφορές στον Leibniz. Προσοχή, άλλο η ψυχή, άλλο η μονάδα, άλλο η εντελέχεια, άλλο η αντίληψη, άλλο η μη αντίληψη. Αλλιώς θα έχουμε προβλήματα που είχαμε και προηγουμένως, ας πούμε με τους οπαδούς του Καρτέσιου, που τελικά απορρίφτηκε αυτή η προσέγγιση γιατί είχαν αυτές τις δυσκολίες και το είδαμε ήδη στην εποχή του Leibniz. Εδώ είναι πάλι το ίδιο. Ακούτε συχνά θέματα που έχουν σχέση με την Κβαντομηχανική και αυτό είναι ένα θέμα, ας πούμε ένα κβαντικό πνεύμα πώς λειτουργεί κ.λπ., πώς μπορούμε να περάσουμε στο στάδιο της συνείδησης, αν υπάρχει απόρριψη ή όχι του μοντέλου, σκεφτείτε πράγματα του τύπου Bennett, Dennett, Shannon, Chalmers, επίσης Penrose, θα δείτε ότι το προσπαθούμε.
Εγώ αυτό που θέλω να κάνω σ’ αυτό το Masterclass είναι να προσπαθήσουμε μαζί να δούμε όχι τα όρια των ψυχών, αλλά τα όριά μας σε σχέση με τις ψυχές.