9 - Homo Scientis
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Περίληψη: Η ανικανότητα της φιλοσοφίας ως γνωσιολογικού εργαλείου οδηγεί σε μία κριτική της κατάστασης του ανθρώπου και η αναδιάρθρωση της οντολογίας του τελευταίου τούτου εισάγει δύο νέους όρους: ΑΝΘΡΩΠΟΣ και ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Η θεμελιώδης σχέση ανάμεσά τους, η οποία καταδεικνύεται από τη ερμηνεία του ενδιαφέροντος και κυρίως από την ανάγκη για τον ΑΝΘΡΩΠΟ να γνωρίζει την ΕΠΙΣΤΗΜΗ, θα συμπληρωθεί από τα πρώτα επιστημονικά αποτελέσματα, την ιδέα του υπολογιστή και μια αντανάκλαση του ρόλου του ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Και η σύνθεση του συνόλου αυτών των εκτιμήσεων θα προκαλέσει την έννοια του HOMO SCIENTIS.
Η φιλοσοφία είναι η τέχνη της προβληματικής, το ζήτημα ουσίας της ύπαρξής της. Ας της αποδώσουμε τιμή και ακολουθώντας τη διδασκαλία της, ας αναρωτηθούμε για τη συνεισφορά της στον τομέα της γνώσης. Παρατηρούμε, λοιπόν, ένα σπάνιο φαινόμενο στη φιλοσοφία, το πρόβλημά μας επιδέχεται μία λύση, και τούτη είναι απλή: η συνεισφορά είναι αμελητέα. Πράγματι στην παρούσα στιγμή οι φιλόσοφοι αναρωτιούνται τα ίδια ερωτήματα που αναρωτήθηκαν οι Έλληνες ήδη κατά την αρχαιότητα. Η φιλοσοφία, κορυφαία σε θέματα γλώσσας, είχε 2500 χρόνια για να δράσει και τι έκανε; Εν τούτοις δεν θα την επικρίνουμε και τόσο πολύ, διότι δεν είναι παρά μόνον η αντανάκλαση μιας πραγματικότητας, η γλώσσα μιας σκέψης. H σκέψη τούτη είναι που ευθύνεται, για την ακρίβεια εκείνος που την παράγει: ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος οφείλει να είναι ταπεινός, σίγουρα, μα όχι εκείνος που σκέφτεται! Εκείνος οφείλει να προβαίνει στη χειραφέτηση της διάνοιάς του έναντι των προκαταλήψεων και των κοινωνικών περιορισμών, προτού καταφέρει να αναπτύξει μια σκέψη που να του είναι σαφής. Γι’ αυτό οφείλει να επιδεικνύει εκλεκτισμό, μα να παραμένει σε τούτο το στάδιο θα ήταν ανεπαρκές, χρειάζεται ξεκινώντας από αυτό που υπάρχει, αναζητά από τη σύνθεση των γνώσεων, μια δημιουργία, της οποίας η συμβολή οφείλει να αποτελέσει ένα θεμελιώδες στοιχείο του οικοδομήματος της ανθρώπινης γνώσης. Ωστόσο, ο συλλογισμός πάνω σε πρότυπα σκέψης που δεν ανανεώνονται, ακόμη και αν είναι να πραγματοποιήσει μια αναδιάρθρωση των υπαρχόντων γνώσεων, σε μήκος χρόνου δεν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνο σε στείρο κονφορμισμό της σκέψης και μάλιστα δίχως τη δημιουργία νέων εννοιών. Όμως αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο στην επιστήμη. Τελείωσε ο χρόνος όπου μόνον η φιλοσοφία είχε ως στόχο να κατακτήσει τη γνώση, στο παρόν ο ρόλος του φωτοφόρου εναπόκειται στην επιστήμη, προκειμένου να ανακαλύψει, μέσα στο σκοτάδι της άγνοιάς μας, τη συμπαντική αντικειμενικότητα. Η επιστήμη οφείλει να μετασχηματίσει τον ορισμό του ανθρώπου, αυτός δεν πρέπει πλέον απλώς να υπάρχει, οφείλει να γίνει μία σκεπτόμενη ύπαρξη εις αναζήτησιν της αλήθειας. Εν όψει αυτού του μετασχηματισμού, θα χρησιμοποιήσουμε εφεξής τον ακόλουθο ορισμό:
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: = σκέψη του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος οφείλει να ερευνά δίχως να εκχωρεί τίποτε. Απαλλαγμένος από θεωρήσεις μορφής οφείλει να εκφράζεται χωρίς διάκοσμο και χωρίς πολυτέλεια λέξεων˙ η γυμνότης είναι όμορφη όταν γίνεται με αγνότητα. Ό,τι σοκάρει τον ΑΝΘΡΩΠΟ, λίγο ενδιαφέρει, μόνον η αλήθεια των λόγων του και πράξεις μετρούν. Αυτή η καθαρή αναζήτηση ζει με τον συλλογισμό και την αμφισβήτηση, όχι μόνον μέσα σε ένα κλειστό πεδίο, μα στο σύνολο των γνώσεων. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ οφείλει συνεχώς να αναρωτιέται για τον κόσμο που τον περιβάλλει και γι’ αυτό που δημιουργεί με τις αφαιρέσεις του, ωστόσο τα ερωτήματα αυτά δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι παρά μόνον οι βάσεις από τις οποίες θα αναπτύξει μια σκέψη η οποία αποσκοπεί να προσεγγίσει τις απαντήσεις. Όμως, το παρόν πλαίσιο της επιστήμης δεν είναι ικανό να υποστηρίξει μια δομή όπως ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, διότι μόνον η εμφάνιση προβλημάτων ηθικής τάξης οδηγεί την επιστήμη να αναρωτηθεί περί των δικαιωμάτων της: κάποιες αιχμές της επιστημολογίας για την αξία της, δεν μπόρεσαν ακόμη να ξυπνήσουν την διανοητική συνείδηση της επιστήμης. Η συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η διάζευξη της επιστήμης και ο συλλογισμός περί της επιστήμης. Καθώς αυτό οφείλεται στην πίεση που ασκεί η κοινωνία στο άνθρωπο, χωρίς αυτό να είναι φυσιολογικό κατά κάποιον τρόπο, οδηγούμαστε στο να θέσουμε τον ακόλουθο ορισμό, επιτρέποντας έτσι την ενοποίηση δύο τρόπων σκέψης, διαχωρισμένων για πάρα πολύ καιρό:
ΕΠΙΣΤΗΜΗ: έννοια που συμπεριλαμβάνει την επιστήμη και τη σκέψη πάνω σ’ αυτή.
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ δικαιώνει την ύπαρξη του ΑΝΘΡΩΠΟΥ και είναι η μόνη που μπορεί να το πράττει, αυτή του επέτρεψε να αποκτήσει μια νέα κατάσταση, εκπροσωπώντας τον πολιτισμό του. Η βόμβα, η ίδια, που επιτρέπει στην ανθρωπότητα να αυτοκαταστραφεί, είναι μια συνεισφορά για τον ΑΝΘΡΩΠΟ˙ πράγματι, αυτή τη στιγμή, αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τη ζωή του, μα και για το σύνολο της μοίρας του πολιτισμού του. Ο θεός δεν υπάρχει πια! Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ δεν έχει πλέον μέντορα, οφείλει να συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται μέσα σε ένα Σύμπαν όπου όλα επιτρέπονται. Είναι μόνος! Και σ’ αυτόν εναπόκειται να καθορίσει τι είναι καλό και τι είναι κακό. Κάθε μία χειρονομία του είναι μία πράξη που μπορεί να σώσει ή να καταδικάσει. Εν τούτοις, δεν έχει να αντιμετωπίσει το τίποτε, μα το Σύμπαν, κατά συνέπεια κάθε εμπειρία που θα παράγει για να το γνωρίσει, θα επενεργεί με τη σειρά της πάνω στον ΑΝΘΡΩΠΟ˙ η αλληλεπίδραση τούτη απέχει του να είναι ένα απλό επιφαινόμενο, είναι αποκαλυπτική μίας σύνθετης πραγματικότητας: διότι είναι αληθές πως ο άνθρωπος είναι μία μοναδική συσσώρευση ενέργειας-ώθησης μέσα στον χωρο-χρόνο, ωστόσο τι σημαίνει αυτό για τον ΑΝΘΡΩΠΟ; Ένα πράγμα τουλάχιστον: μόνος, ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ αλλάζει το πεπρωμένο του.
Το Σύμπαν όφειλε να καταστεί ευφυές και αυτό είναι επί του παρόντος, το πεπρωμένο του είναι στενά συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της νοημοσύνης, την ιδιομορφία τούτη που δεν πρέπει να εξατμιστεί, μα να εμπνεύσει στο Σύμπαν τον λόγο της ύπαρξης, δημιουργώντας τον κόσμο από το χάος. Ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει το Σύμπαν με δύο τρόπους, μελετώντας το, μελετώντας τον ίδιο τον εαυτό του. Στις δύο αυτές σπουδές η ΕΠΙΣΤΗΜΗ είναι απαραίτητη, είναι, λοιπόν, θεμελιώδες για τον ΑΝΘΡΩΠΟ να τη γνωρίσει. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ μέσα στο παρελθόν, χρειάστηκε πολύ χρόνο προτού ν’ αποκτήσει τον γραπτό λόγο, ωστόσο μόλις τον απέκτησε μπόρεσε να αναπτύξει μία αντανάκλαση του εαυτού του. Η ποιότητα της αντανάκλασης τούτης είναι ανώτερη από εκείνη που μπορεί να παράξει ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ δίχως τη γραπτή υποστήριξη. Ομοίως, με την προβολή αυτού του κβαντικού φαινομένου, μπορεί ήδη από τώρα να προβλέψει τoν εμπλουτισμό που θα παράξει η ΕΠΙΣΤΗΜΗ στον ΑΝΘΡΩΠΟ.
Μόνον που η ενσωμάτωση της ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ στον ΑΝΘΡΩΠΟ δεν εκπροσωπεί μόνο ένα ενδιαφέρον, αλλά μία ανάγκη. Μία αρχέγονη ανάγκη˙ διότι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα κατά της εντροπίας. Κάθε πολύ απλό φυσικό σύστημα, δηλαδή, το οποίο δεν συνιστά μία ύπαρξη που παράγει μια σκέψη, εξελίσσεται με τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται μία μέγιστη σταθερότητα σε φυσικό πεδίο. H σταθερότητα τούτη δεν είναι δίχως μειονεκτήματα, στην πραγματικότητα, είναι εξ ορισμού εξαρτώμενη από αδυσώπητη απώλεια των αρχικών πληροφοριών, που χαρακτήριζαν το εξεταζόμενο σύστημα. Η ύπαρξη μάλιστα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ αποδεικνύει, με την έκθεση της λύσης, πως υπάρχει τουλάχιστον ένα σύστημα, το οποίο τοπικά μέσα στον χωρο-χρόνο διαταράσσει την προαναφερθείσα εξέλιξη. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, προκειμένου ν’ απαντήσει στην οντολογία του, οφείλει να δομεί το σύμπαν που τον περιβάλλει και τούτο σε διαρκή βάση, όμως ο χαρακτήρας αυτός της βιωσιμότητας εξαρτάται από τον διαλογισμό του, όσο πιο πολύ αναπτύσσεται αυτός, τόσο θα μεγαλώνει η δυνατότητά του πρόβλεψης, η οποία του επιτρέπει να απελευθερώνεται από πρακτικές εφαρμογές περιστάσεων μη χρήσιμων περαιτέρω. Ωστόσο, η αξία αυτού του διαλογισμού είναι, επίσης, εξαρτώμενη, διότι οφείλεται στη δομή των εννοιών και, εν τέλει αυτή, δίχως κριτήριο επιστημοσύνης, καθίσταται τουλάχιστον ένα σύνολο περιττό.
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ, λοιπόν, είναι αναγκαία στον ΑΝΘΡΩΠΟ. Στη μεθοδολογία τής αναζήτησης της γνώσης για το μέλλον, η ΕΠΙΣΤΗΜΗ οφείλει να χρησιμοποιήσει τα επιτεύγματα του παρελθόντος. Η τελευταία τούτη συνθήκη καταδεικνύει πως η ΕΠΙΣΤΗΜΗ δεν είναι διόλου μία δομή που παρήχθη εκ του μηδενός, στην πραγματικότητα, καταρτίστηκε από προϋπάρχοντα επιστημονικά στοιχεία και αξιοποιώντας τον ολιστικό χαρακτήρα αυτών των αποτελεσμάτων. Όλες οι εποχές της ανθρωπότητας υπήρξαν πλούσιες σε διδασκαλίες στον τομέα της επιστήμης – με εξαίρεση τον μεσαίωνα, όπου η φτώχεια της διανόησης, ουσιαστικά, οφείλεται στην πίεση που άσκησε η εκκλησία στους ανθρώπους, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία της επάνω τους – έτσι απλά συναντούμε στα μαθηματικά την έννοια της απόδειξης στην αρχαιότητα με τον Ευκλείδη, τον Θαλή, τον Πυθαγόρα, εκείνη του ολοκληρωτικού λογισμού κατά τον 17ο αιώνα με τον W. Leibniz και τον I. Newton ή ακόμη αυτή των ελλειπτικών λειτουργιών κατά τον 19ο αιώνα με τον N. Abel και C. Jacobi και, βέβαια, εκείνη ομάδων με τον E. Galois, που θα προκαλέσει τη γένεση της ιδέας της δομής, πιο λεπτής από αυτήν του αριθμού. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της εποχής μας προέρχεται από το γεγονός ότι είναι η πρώτη κατά την οποία έχει καθιερωθεί η μη-διδασκαλία. Στην πραγματικότητα τούτο άρχισε με τον Abel και την απόδειξή του για την ανυπαρξία γενικής λύσης στο πρόβλημα της επίλυσης εξισώσεων ανωτέρου βαθμού με τη ρίζα τέσσερα, μα τούτο παρέμεινε μία εξαίρεση. Η πραγματική ανάπτυξη αυτού του νέου τρόπου προσέγγισης στον τομέα της γνώσης, εκτινάχθηκε με τις εργασίες του K. Gödel στη λογική και ιδιαίτερα με το θεώρημά του της μη-πληρότητας στα 1931, επί πλέον, μετά από τις εργασίες αυτές είναι που στα 1963 ο P. J. Cohen απέδειξε την ανεξαρτησία στο αξιωματικό επίπεδο, της υπόθεσης του συνεχούς. Και πιο πρόσφατα, στα 1989, ο G. Chaitin παρουσίασε μία εξίσωση που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ασυμπίεστο, υπό την έννοια ότι δεν μπορούμε να τη μειώσουμε σε μία αξιωματική που τουλάχιστον δεν την περιέχει. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του 20ου αιώνα είναι η εμφάνιση των εξαιρετικά μεγάλων αποδείξεων, όπως η πλήρης ταξινόμηση των πεπερασμένων ομάδων, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν 5000 σελίδες υπολογισμών και συλλογισμών, καθώς επίσης και η χρήση αριθμών τερατωδώς μεγάλων, όπως ο αριθμός του Skewes, σχετικά με πρώτους αριθμούς ή ακόμη όπως ο αριθμός του Folkan για τους γράφους. Τούτες οι θεωρήσεις μεγέθους οδηγούν σε έναν συλλογισμό πάνω στο πρώτο πειραματικά τέλειο εργαλείο που κατέχει αυτή τη στιγμή ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, δηλαδή στον υπολογιστή.
Η ιδέα του υπολογιστή εμφανίστηκε προκειμένου να αποφύγουμε συχνά λάθη που οφείλονται σε μακρούς και επίπονους υπολογισμούς, αφ’ ενός και στο πρόβλημα της σύλληψης ενός συστήματος ικανού να επιλύσει όλα όσα επιδέχονται λύσεως, αφ’ ετέρου. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν αμφότερες καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα: η πρώτη στο επίπεδο της πρακτικής, πραγματοποιείται από τις επιδόσεις του υπολογιστή, με τρόπο αδιαμφισβήτητα πιο αποτελεσματικό από τον άνθρωπο, χωρίς να είναι απόλυτος, και η δεύτερη σε θεωρητικό πλαίσιο είναι επιλύσιμη από τη μηχανή Turing, η οποία διαθέτει έναν εγγενώς άπειρο χαρακτήρα. Κατ’ αρχάς, ο υπολογιστής θεωρήθηκε ως ένα απλό βοηθητικό εργαλείο, όμως αυτό δίχως να προσμετράται η ισχύς του. Η είσοδός του στην έρευνα ήταν συντριπτική: πραγματικά επέτρεψε την απόδειξη της θεωρίας των τεσσάρων χρωμάτων στα 1976. Tίποτε το εκπληκτικό σ’ αυτό το σημείο, καθώς είχε ήδη χρησιμοποιηθεί για να πραγματοποιήσει υπολογισμούς σε συγκεκριμένες αποδείξεις. Εν τούτοις και σε αυτή την περίπτωση, υπήρξε μια θεμελιώδης διαφορά, καθώς για πρώτη φορά η συμβολή του ήτανε τόσο σημαντική όσο εκείνη του ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Δεν ήτανε πλέον μια πολυτέλεια μα μία ανάγκη! Τίποτε περισσότερο από αυτή την υπολογιστική πράξη – και απολύτως στοιχειώδη – από τη δυνατότητά της να συνεπάγεται μια αντανάκλαση πάνω στην έννοια μιας απόδειξης μη ανθρωπίνως επαληθεύσιμης στην ολότητά της. Σ’ αυτό το πρωταρχικό παράδειγμα, η δράση του υπολογιστή στον ΑΝΘΡΩΠΟ είναι δυνατό να συνοψισθεί με αστείο τρόπο ως εξής: δεν του χρειάστηκαν παρά τέσσερα για να τον κάνουν να δει στον ΑΝΘΡΩΠΟ όλα τα χρώματα. Εν τούτοις η εισαγωγή τού υπολογιστή στη βασική έρευνα δεν είναι παρά μόνον στο αρχικό του στάδιο – ακόμη κι αν αυτός βοηθά ήδη σημαντικά τον ΑΝΘΡΩΠΟ, όπως στον τομέα των fractals, όπου η χρήση του έχει προωθήσει την έρευνα αποτελεσμάτων που καταλήγουν σε γενικά θεωρήματα, των οποίων ο πλέον σημαντικός εκπρόσωπος είναι η συνεκτικότητα του συνόλου Mandelbrot που αποκτήθηκε στα 1981 από τον A. Douady και τον J. H. Hubbard – και το στάδιο αυτό δεν θα ξεπεραστεί παρά μόνον όταν ο υπολογιστής θα χρησιμοποιηθεί με όλη του τη δυνατότητα, δίχως δογματικές προκαταλήψεις, ένα πράγμα είναι σίγουρο: η ύπαρξή του βοηθά τον ΑΝΘΡΩΠΟ να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του.
Και η κατανόηση της ύπαρξής του είναι θεμελιακή. Η μοναξιά του ΑΝΘΡΏΠΟΥ μέσα στο Σύμπαν δεν είναι μια καταδίκη, είναι η δικαίωση της ζωής του. Μη μπορώντας να υπολογίζει παρά μόνον στον εαυτό του, οφείλει να κάνει τα πάντα. O ένας μόνος οφείλει να είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ, οφείλει να ελαχιστοποιήσει όλες τις δομές της φιλοσοφίας σε σκόνη, να καταρρίψει όλα τα δόγματα και, μέσα σ’ αυτά τα συντρίμμια, δεν πρέπει να συλλέξει παρά μόνον τις σπάνιες πολύτιμες πέτρες, που του είναι αναγκαίες. Ο ασυμβίβαστος οφείλει να παραβιάζει κάθε απαγορευμένο και ν’ αγγίζει κάθε τι που θεωρείται ιερό, διότι μόνον αυτό που δημιουργεί έχει αξία. Μόνον ένα συναίσθημα πρέπει να τον ενοικεί: η δυσαρέσκεια. Μόνον η αναζήτηση της τελειότητας δίνει ένα νόημα στις πράξεις του. Να υπάρχει δεν επαρκεί πια, πρέπει να υπερβαίνει τον ΑΝΘΡΩΠΟ. Πηγή, κερί που φωτίζει την άγνοια και καταναλώνει την επιθυμία άγνοιας, ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ οφείλει να θέλει τα πάντα, συνεχώς. Εν τούτοις, όχι μόνον ένα απλό κερί, αλλά μία πραγματική εγκεφαλική βόμβα, ένα ταραχοποιόν στοιχείο αυτού του κόσμου. Ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ ένα γεγονός, ένα γεγονός ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Ωστόσο, ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ δίχως την ΕΠΙΣΤΗΜΗ απομένει τυφλός και στερούμενος αυτής της ολιστικής θεώρησης, χάνεται στον λαβύρινθο της ζωής πλήρους ασημαντοτήτων και παρεκβάσεων. Όσο για την ΕΠΙΣΤΗΜΗ, δίχως τον ΑΝΘΡΩΠΟ, παραμένει μία δομή άκαμπτη δίχως δυναμική. Και για να κατανοήσουμε το μέλλον, είναι απαραίτητο να πραγματοποιήσουμε τη συγχώνευση των δύο εννοιών που είναι η ΕΠΙΣΤΗΜΗ και ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, για να συλλάβουμε ένα ον ικανό να δώσει ένα νόημα στο παράδοξο της ζωής, ικανό να ενσωματώσει τις δημιουργίες που παράγει, να χρησιμοποιήσει τις ανακαλύψεις του στον δικό του τρόπο σκέψης. Αυτή η ύπαρξη, αυτός ο συνθέτης γνώσεων είναι ο HOMO SCIENTIS.