Όσοι είχαν ακούσει μια χορωδία
δεν μπορούσαν να διανοηθούν μια ψυχωδία
αλλά αν έβλεπαν έναν κουφό συνθέτη
να διευθύνει μια ολόκληρη ορχήστρα
και ταυτόχρονα μια χορωδία,
για να μπορέσει να υλοποιήσει το έργο του,
τότε θα ήταν ικανοί να φανταστούν τις δυσκολίες
που έπρεπε να ξεπεράσει, για να ζήσει
αυτό που ήταν αδιανόητο
και θα κατανοούσαν το ίχνος μιας ψυχωδίας.
Αλλά τώρα οι ψυχές ήταν μέσα
κι έλεγαν τα λόγια τους
που ήταν γραμμένα και στη σύνθεση
και στο κείμενο
διότι είχε επιλεχθεί το σενάριο
που θα αποτελούσε την ιστορία του μέλλοντος
και κάθε πέτρα είχε να παίξει τον ρόλο της,
διότι έπρεπε να ζήσουν οι ψυχές
κι αυτό δεν γινόταν όταν ήταν
σκλαβωμένες και απομονωμένες
αλλά μόνο ελεύθερες και ενωμένες.
Ποιος όμως θα τον φανταζόταν
σκυμμένο πάνω στο όργανό του
για ν’ ακούσει κάθε βουβή κίνηση
που είχε μέσα της τόσο φως;