6332 - O κλέφτης του γαλάζιου
Ν. Λυγερός
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αρχοντικό κοντά στη θάλασσα. Το ξύλο του θυμόταν όλους τους ανθρώπους που είχαν έρθει στο μπαλκόνι του για να πιουν βύσσινο το βράδυ κάτω από τ’ αστέρια. Εκείνη τη νύχτα όμως έγινε ένα θαύμα.
Στο μπαλκόνι καθόταν ο μαθητής κι ο δάσκαλος. Εξέταζαν τι θα γινόταν στο μέλλον. Ξαφνικά, μια κοπέλα άνοιξε την πόρτα. Είχε έρθει από μια άλλη εποχή. Ήταν το 1888.
Τους πλησίασε. Κάτι ήθελε να τους πει. Ο μαθητής σηκώθηκε σιωπηλός και κάθισε πάνω στο δεξί μπράτσο της πολυθρόνας τού δασκάλου, αφήνοντας τη δική του για την κοπέλα. Εκείνη κάθισε δίχως ν’ αγγίξει τα λουκούμια του μικρού τραπεζιού. Περίμενε το σύνθημα.
Ο δάσκαλος έκανε μια κίνηση. Τον κοίταξε και θυμήθηκε το άλλο βλέμμα. Ήταν σαν να ήταν και πάλι κοντά της μετά από τόσο χρόνια. Δεν ήταν στο εργαστήριό του, ούτε στον κάμπο της, αλλά ένιωθε την ίδια φιλία πάνω από τη θάλασσα. Τότε τα λόγια της άρχισαν να δακρύζουν.
Ο δάσκαλος των χρωμάτων έκλεψε το γαλάζιο για να το βάλει στο καπέλο της δεμένο σ’ έναν κόμβο, κι ένα κομμάτι ήλιο για το κεφάλι της. Όσο για τα πουά, δεν τα ξέχασε κι έπιασε το τριαντάφυλλο του λουκουμιού για να στολίσει το φόρεμά της. Έτσι ζωγράφισαν το μέλλον πάνω στο μπαλκόνι.