15113 - Όταν μέτρησε τις τουφεκιές

Ν. Λυγερός

Έτρεχε ακόμα πάνω στις πέτρες.
Είχε την εντύπωση ότι κάποιος
αντιστεκόταν σ’ έναν άγνωστο εχθρό.
Ποιος να ήθελε να εισβάλει
σ’ ένα άδειο χωριό;
Μόνο που υπήρχε φύλακας.
Άρχισε να λαχανιάζει.
Δεν σταμάτησε όμως.
Παρά μόνο για να κάνει το σταυρό του
μπροστά στην εκκλησιά.
Εκεί άκουσε μια φωνή.
Αναζητούσε τη σιωπή.
Ο μικρός συνέχισε.
Έτσι έφτασε στην κεντρική πύλη.
Βγήκε γιατί ήταν ανοιχτή
όπως την είχε αφήσει.
Έστριψε και πάλι αριστερά
από εκεί που άκουγε τις τουφεκιές.
Ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για τα τείχη.
Εκεί άκουσε δίπλα του το πέρασμα
μιας σφαίρας.
Είχε γίνει στόχος κι αυτός.
Οι τουφεκιές ήταν από δύο πλευρές.
Υπήρχε λοιπόν άμυνα και επίθεση.
Ποιος ήταν ποιος.
– Σκύψε, μικρέ!
Ίσα ίσα που πρόλαβε να το κάνει.
Είχε πηδήξει σε μια παρτίδα
δίχως να ξέρει τίποτα για την
αρχή και τις κινήσεις.
Ήταν σαν ίππος που δεν ήξερε
ακόμα το χρώμα του.
Το ανακάλυψε όταν είδε τον πύργο
που ήταν πάνω στα τείχη.
– Πού είναι οι άλλοι;
Ποιοι άλλοι σκέφτηκε αλλά δεν
πρόλαβε να απαντήσει.