1663 - ΠΗΓΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Ν. Λυγερός
1- Η σημαία
2- Η διαχρονία
3- Η σύνθεση
4- Η γραφή
5- Η θυσία
6- Η σέρρα
7- Η καραγκούνα
8- Η Αργώ
9- Ο γιαλός
10- Το υδραγωγείο
11- Τα κάστρα
12- Ο Καραγκιόζης
13- Η αναζήτηση
14- Η ταυτότητα
15- Η παπαρούνα
16- Θαλασσινό ψηφιδωτό
17- Του αφρού η αναγέννηση
18- Ανάμνηση Ανατολής
19- Γαλάζιο πάθος
20- F
21- Η θάλασσά μας
22- Το σαμιώτικο πνεύμα
23- Οι ιππείς της Αποκάλυψης
24- Της θρησκείας τα μυστήρια
25- Του κάστρου το μοιρολόι
26- Ο ικαριώτικος σκοπός
27- Της Χίου η τύχη
28- Το μαύρο κομπολόι
29- Πάθος θεού
30- Της ρωμιοσύνης η μπαλάντα
31- Της λευτεριάς οι κλέφτες
32- Η πληγή της Πόλης
33- Το κυπαρίσσι της μνήμης
34- Οι βρακάδες της Μακρινίτσας
35- Η κίτρινη αποθήκη
36- Η αντίσταση του χρόνου
37- Ο πρώτος δάσκαλος
38- Η ελπίδα της σιωπής
39- Η χαμένη πατρίδα
40- Ο κόμπος του πεπρωμένου
Η σημαία
Μοιρολογώ για την Κύπρο και βλέπω μια σημαία
με μία ημισέληνο που σείεται λαθραία.
Καραμανίτες σκότωσαν της Κύπρος το καμάρι,
Κάκαρο τον ελέγανε τ’ άξιο παλληκάρι.
Ενθυμούμαι την κατοχή και βλέπω μια σημαία
αγκυλωτή, τρομαχτική που ανεμίζει χυδαία.
Ο Γλέζος, ο λεβέντης πηγαίνει και τη βγάζει
και με τούτη του την πράξη τον ουρανό αλλάζει.
Κοιτάζω την Ακρόπολη και βλέπω μια σημαία
ηλιόλουστη, κυανόλευκη που κυματίζει ωραία.
Συμβολικά και γραμμικά ηρωικά θηρία
χαράξανε τον θάνατο και την ελευθερία.
Η διαχρονία
διακρίνω πάνω σε πινακίδα
γεμάτη γραμμική βήτα? παράξενη σελίδα.
ΔIONYΣOΣ διαβάζω σε μία αρχαία στήλη,
μαρμάρινο αλφάβητο? υπερήφανη ύλη.
διαστέλλω σε βυζαντινή σφραγίδα,
σοφή παλαιογραφία? περίεργη ελπίδα.
Γέννηση, αναγέννηση και γενναιοφροσύνη
χαρακτηρίζουν αυτήν τη θεϊκή ρωμιοσύνη.
Η σύνθεση
Ο πανέμορφος νέος στο Πήλιο αναθρεμμένος
γίνεται πολυμήχανος αν είναι αναγκασμένος,
γιατί ο αξιωματικός μονόχρωμος βαδίζει
ενώ ο Δούρειος Ίππος πολύχρωμος κερδίζει.
Ο γενναίος πολεμιστής, ο αετός της Τροίας,
έγινε άξιος στοχαστής, γλαύκα της εμπειρίας.
Η ύβρις του Αχιλλέα βαστούσε μια ασπίδα,
το βλέμμα του Οδυσσέα σηκώνει μια ελπίδα.
Η γραφή
Το ηρωικό νόημα, η ψυχή τ’ Οδυσσέα
χρειαζόταν τον Όμηρο για να φανεί ακμαία.
Η μαιευτική έννοια, η σκέψη του Σωκράτη
χρειαζόταν τον Πλάτωνα για να τη δουν τα κράτη.
Η χριστιανική αίσθηση, η φωνή του Σωτήρα
δίχως τον Άγιο Παύλο δεν θα γινόταν πείρα.
Κι ο διαχρονικός λόγος κι η γνώση του ανθρώπου
έχει ανάγκη τη γραφή του ελληνικού τόπου.
Η θυσία
Θυμούμαι τον Κυνέγειρο που ‘χασε τη ζωή του
στη μάχη του Μαραθώνα κρατώντας με την πυγμή του
ένα εχθρικό καράβι που στάθηκε μοιραίο ?
με τσεκούρια οι βάρβαροι σκότωσαν τον γενναίο.
Θυμούμαι και τους αθώους που ‘χασαν τη ζωή τους
στην καταστροφή της Σμύρνης βαστώντας με την ψυχή τους
τις βυζαντινές εικόνες και τη χριστιανοσύνη ?
με μαχαίρια οι βάρβαροι έσφαξαν την ειρήνη.
Ο θρήνος γίνεται θρύλος μόνο με τη θρησκεία
κι ο Έλληνας ελληνισμός μόνο με τη θυσία.
Η σέρρα
Ακούγοντας αλ ασσαά , βλέπω ξιφομαχία,
πανάρχαια, συμβολική, γεμάτη σημασία.
Τσακίσματα και βήματα παλεύουν με τη σέρρα
και βλέμματα ποντιακά ξεσκίζουν τον αέρα.
Μια κίνηση ή μια κραυγή κι η μνήμη ξανανθίζει,
μια αλλαγή ή μια στροφή κι ο μύθος ξαναρχίζει.
Κατάμαυροι πολεμιστές από τη Ρωμανία
με τον ρυθμό του κεμεντζέ χτυπούν την ιστορία.
Η καραγκούνα
Γενναίοι Καραγκούνηδες πριν απ’ εκατό χρόνια
ξαναγινήκατε Ρωμιοί με βόλια και κανόνια.
Νικήσατε τσιφλικάδες σ’ αιματηρούς αγώνες,
λευτερώσατε τη χώρα, σκλαβωμένη αιώνες.
Κι όμως ποιος χορός εξηγεί τα κατορθώματά σας,
ποιο τραγούδι ερμηνεύει τόσα καμώματά σας;
Μοναδική εξαίρεση είναι η καραγκούνα
που διακριτικά μιλά για παλαιά φουρτούνα.
Η Αργώ
Το πεπρωμένο σου Αργώ το κοιτάζουν με δέος,
μυθολογία και χαλκός έχουν μεγάλο κλέος.
Ακίνητη μετέωρη σαν σπάνια ιδέα
ναυάγησες στον ουρανό, αιώνια παρέα.
Με το μυαλό του στοχαστή, με σένα βάζω πλώρη
για όνειρα ελληνικά, κλεμμένα με το ζόρι.
Κωνσταντινούπολη μην κλαις, μια μέρα θα ‘ρθει η ώρα
γι’ αυτό κάνε υπομονή και προσευχήσου τώρα.
Ο γιαλός
Κόσμημα στον ορίζοντα, γαλάζια ιδέα,
όταν σε συλλογίζομαι μιλώ στον Οδυσσέα.
Κύμα ηλιοστάλαχτο, το έργο σου θαυμάζω,
πάνω σε κάποιο βότσαλο, τον μύθο μας διαβάζω.
Κάθε χάδι της θάλασσας τα βάσανά μας σβήνει,
γράφει τις περιπέτειες και ίχνη δεν αφήνει.
Κείμενα μες στον άνεμο, σελίδες μες στην άμμο,
άγνωστα αντικείμενα, σας βρήκα εδώ χάμω.
Το υδραγωγείο
Ο γνωστός Πολιορκητής από τη Θεσσαλία,
Δημητριάδος αρχηγός είπε δημηγορία:
«Ανάγκη πολιτείας, ανάγκη κοινωνίας:
η αναζήτηση νερού αλλά κι αθανασίας».
Ύστερα αναγόρεψε μέγα υδραγωγείο,
του ανθρώπου ο ποταμός, της γνώσης μεγαλείο.
Το δημιούργημα μετά από πολλούς αιώνες
έγινε απολίθωμα που σπάζουν οι χειμώνες.
Τους στύλους που παρέμειναν, οι τωρινοί Βολιώτες
τούς ονομάζουν τα δόντια ? ιστορικοί ιππότες,
παράξενα ερείπια, πεθαίνοντας στη λήθη,
επαναφέρουν τη μνήμη, ξαναγίνονται μύθοι.
Τα κάστρα
Σαν αντικρίζω τελικά των Καθαρών τα κάστρα
που σημαδεύουν τολμηρά τον ουρανό και τ’ άστρα,
καταλαβαίνω τι θα πουν θρησκευτικές αιρέσεις:
ανεκτικότητα, ζωή, άνθρωποι κι εξαιρέσεις.
Παρατηρώ με θαυμασμό, καταδιωγμένους φάρους
της τελειότητας πηγές, προσκυνητές του θάρρους.
Οι θρυλικοί ειρηνιστές, πύργοι νοημοσύνης
μάς εξηγούν και μυστικά ελευθεροφροσύνης.
Ο Καραγκιόζης
Απλό χαρτί σ’ ένα κουτί
του χρώματος μουντζούρα
μικρό κορμί δίχως ψυχή,
πολύτιμη φιγούρα.
Όταν του έρθει ο σεβντάς
πεθαίνει ο γκιαούρης,
τότε γεμίζει ο ντουνιάς
και βγαίνει ο καμπούρης.
Το παλληκάρι της σκιάς
με το μακρύ το χέρι
ανάβει το φως της καρδιάς,
αθάνατο ξεφτέρι.
Είναι ο μύθος του φτωχού,
του λόγου παραστάσεις,
κι έγινε θρύλος του λαού,
του γέλιου αντιστάσεις.
Η αναζήτηση
Ένας νέος Προμηθέας που έψαχνε ειρήνη,
ανέβηκε στην Πορταριά να ρωτήσει την κρήνη
πώς και πού μπορούσε να βρει πηγή της ρωμιοσύνης?
και αφότου άκουσε πως απάντηση εκείνης
ήταν ότι γης ιδρώτας είναι η θάλασσά μας,
κατέβηκε στο Χορευτό στα μέρη τα δικά μας.
Όταν έφτασε, έσκυψε και βούτηξε το χέρι
και έπιασε μια χούφτα φως, γαλάζιο αστέρι.
Η ταυτότητα
Αναζητώ το παρελθόν,
της μνήμης τον καθρέφτη
και διασχίζω το παρόν,
του μέλλοντος τον κλέφτη.
Μα πού να βρω στη μοναξιά,
της τύχης καταδότη,
αυτόν που ψάχνω βιαστικά
του κόσμου τον δεσμώτη;
Αναζητώ τη λευτεριά,
της μοίρας τον αντάρτη
και διασχίζω τη στεριά,
της θάλασσας τον χάρτη.
Μα πού να βρω στην ξενιτειά,
της λήθης συνωμότη,
αυτόν που ψάχνω τελικά
του μύθου τον ιππότη ;
Η παπαρούνα
Πήρα νερό στον ποταμό,
τα δάκρυα του κόσμου,
κι ανέβηκα σ’ ένα βουνό
να ξαναβρώ το φως μου.
Πάνω εκεί στον ουρανό
βρήκα μια παπαρούνα
που έμοιαζε με φυλαχτό
για τρομερή φουρτούνα.
Το δειλινό των λουλουδιών
έπαιζε κομπολόι,
μα ο σκοπός των τραγουδιών
έλεγε μοιρολόι.
Τα δροσερά ψηφιδωτά
μοσχοβολούν στο χώμα,
γιατί οι ρίζες στα βαθιά
νιώθουν της γης το σώμα.
Θαλασσινό ψηφιδωτό
Εδώ και χρόνια κουβαλώ
τους μαρμαρένιους μύθους
και να χαράξω προσπαθώ
τους ξεχασμένους λίθους.
Κάθε φορά που νοσταλγώ
της λησμονιάς τα ίχνη,
αναθυμάμαι και πονώ
τη θρυλική πολίχνη.
Εδώ και χρόνια τα νησιά
που πλέουν και χορεύουν,
με την ανάγκη συντροφιά
στο πέλαγος παλεύουν.
Κάθε φορά που καρτερώ
της θάλασσας το σώμα,
το βλέμμα μου στον ουρανό
αναζητεί το χρώμα.
Του αφρού η αναγέννηση
στο έργο του Δημήτρη Χορδάκη
Το άνοιγμα του ουρανού, μελαχρινό λιμάνι,
το αίνιγμα ωκεανού, ομηρικό σεργιάνι.
Η πινελιά δημιουργεί γαλάζιες σταγόνες
κι η ομορφιά αποζητεί ελληνικούς αιώνες.
Στο περιγιάλι η δροσιά μοσχοβολάει δυόσμο,
σαν καλοκαίρι μια Ρωμιά με φως καλεί τον κόσμο.
Ιωνική η λευτεριά της καμπυλότητάς της
κι ερωτική η ανθρωπιά της θηλυκότητάς της.
Ανάμνηση Ανατολής
Το βλέμμα μου σε καρτερεί
κι ο ουρανός σου κλαίει,
η δίψα μου σε λαχταρεί
κι η θάλασσά σου καίει.
Ανατολίτικο σκοπό
παίζει το κανονάκι,
και δάκρυα αντί ποτό
γεμίζουν ποτηράκι.
Η σκέψη μου σε νοσταλγεί
και τα βουνά σου τρέμουν,
η μνήμη μου σε πεθυμεί
και τα παιδιά σου τρέχουν.
Παίρνω λοιπόν τον μπαγλαμά
και ρίχνω με μεράκι
παλιά ρεμπέτικη πενιά
και πίνω το φαρμάκι.
Γαλάζιο πάθος
Έχει το χρώμα τ’ ουρανού
η μυθική σου σάρκα,
το μυστικό που ‘χεις στον νου:
ηλιοκαμένη βάρκα.
Το χάδι σου το τρυφερό
ξεσκίζει τους χειμώνες,
το σώμα σου το δροσερό
τυλίγει τους αιώνες.
Έχεις βαθιά σου μια πληγή
και ψάχνεις να την κρύψεις,
δείξε πως είσαι απαλή
και ξέχασε τις θλίψεις.
Το πεπρωμένο της στιγμής
ποτέ δεν κάνει λάθος,
στο καλντερίμι της ζωής
ακολουθεί το πάθος.
F
Στην εποχή της σιωπής ακούω ιστορία,
είναι κομμάτι μουσικής γραμμένη μαρτυρία
του χάλκινου ελληνισμού, μοναδική ουσία
ελεύθερου πολιτισμού, αληθινή θυσία.
Θέλω να βρω τον θησαυρό στα γλωσσικά σου τείχη,
γιατί εκεί έχουν κρυφτεί μυστηριώδεις στίχοι
και με το βλέμμα της σκέψης μες στο αρχαίο δράμα
να δω το πνεύμα της λέξης, το ξεχασμένο γράμμα.
Η θάλασσά μας
Γεωμετρία του γιαλού, αισθητική του βάθους
μυροδοχείο του φτωχού και ηθική του πάθους.
Το κύμα φέρνει τη γεύση του έρωτα στα χείλη,
τα δάκρυα και τη γνώση, το αλμυρό σταφύλι.
Αφηρημένη μουσική το θεϊκό σου στόμα
και δακρυσμένο φιλί, το απαλό σου σώμα.
Κοσμολογία του λαού, στοιχείο που ενώνει,
υγρή μορφή του ουρανού κι αρχή που δεν τελειώνει.
Το σαμιώτικο πνεύμα
Σε τούτο το μικρό νησί μες στα βουνά χαμένα,
χωριά παραδοσιακά με μυρωδιές βαμμένα
έχουν πέτρινους ποταμούς π’ αθόρυβα διαβαίνουν
τους γαλανούς μας πειρασμούς και μας καταλαβαίνουν.
Στα μοναστήρια τα ψηλά δεν μένει πια κανένας,
στη θάλασσά μας την πιστή πηγαίνει ο καθένας.
Τ’ αμπέλια θέλουν τον γιαλό και δίνουν με τις ρώγες
φιλιά διονυσιακά στις αφρισμένες φλόγες.
Οι ιππείς της Αποκάλυψης
Άραξε πάνω στο βουνό το λαμπερό καράβι
έφερε μέσα του το φως του κόσμου που ανάβει
τη λογική και το μυαλό: βυζαντινή ουσία ?
χειρόγραφα, περγαμενές, Δευτέρα παρουσία.
Δούρειος ίππος τ’ ουρανού, θαύμα χριστιανοσύνης,
κάστρο της Αποκάλυψης και της ρωμιοσύνης.
Βιβλιοθήκη μυστική και ισχυρή σοφία
φυλάν του Αριστοφάνη την κρυφή κωμωδία.
Της θρησκείας τα μυστήρια
Ένας δικέφαλος Ρωμιός πάνω στο μοναστήρι
πήγε να δει τον γιο και βρήκε πανηγύρι.
Ο ύμνος ο βυζαντινός τού θύμισε το άσμα
της αρχαιότητας και της μελωδίας το πλάσμα.
Και άκουσε την Παναγιά την τρυφερή του μάνα
που έκλαιγε κάθε φορά που σήμαινε η καμπάνα.
Εκεί κατάλαβε γιατί το δάκρυ του αιώνα
αναζητεί μες στον Χριστό ανθρώπινη εικόνα.
Του κάστρου το μοιρολόι
Το μονοπάτι το λευκό δαιδαλικά πηγαίνει
στο κάστρο το βυζαντινό που στοϊκά πεθαίνει.
– Διαβάτη που περνάς εδώ μην κλάψεις που σωπαίνω,
θυμίσου μόνο τον λαό τον παραπονεμένο.
Δεν θέλω να προσευχηθείς ούτε να προσκυνήσεις
δυο λόγια μόνο να μου πεις και να με χαιρετήσεις.
Εκεί μιλούν ελληνικά ή ξέχασαν τη γλώσσα,
φιλούν ακόμα τον σταυρό ή άφησαν τη δόξα;
Ο ικαριώτικος σκοπός
Μινωικά λευκά φτερά τον ουρανό μας καίνε
και τα ορθόδοξα κεριά στην εκκλησία κλαίνε.
Το παλληκάρι της Κνωσσού δεν πέθανε ακόμα
το πέλαγος και τα νησιά είναι δικό του σώμα.
Παράδειγμα του στοχαστή, ιπτάμενη σκυτάλη ?
ο ήλιος είναι ακριβός, θέλει δουλειά μεγάλη:
θέλει τις σκέψεις τις σκληρές και όχι παραμύθια
θέλει θυσίες τολμηρές και μόνο την αλήθεια.
Της Χίου η τύχη
Είδα τα σπίτια τα παλιά
στο ξεχασμένο Κάστρο
κι ένιωσα πόνο στην καρδιά
για το πεσμένο άστρο.
Εικόνες άγιες κι ιερές
στ’ ωραίο παλατάκι
κοιτάζουν άφοβα το χθες:
κομμάτια δίχως σκάκι.
Είδα τη βάρβαρη σφαγή
τις πράξεις των θηρίων
κι άκουσα μέσα μου κραυγή,
το κλάμα των μνημείων.
Εικόνες νέες εποχές
αργά ξαναχορεύουν
και βλέπω άσπρες φορεσιές
που ξαναζωντανεύουν.
Το μαύρο κομπολόι
Ένας ανώνυμος θεός
έπιασε μοιρολόι
κι ο γενναιόδωρος γιαλός
του ‘δωσε κομπολόι.
Τα μαύρα βόλια του θεού
αθόρυβα λαλούνε
και με τον ήχο του γιαλού
κρυφά αντιλαλούνε.
Ο λόγος είναι γραμμικός
κι η λέξη ένα κύμα,
ο θρήνος είναι αρχικός
κι η σκέψη ένα θύμα.
Ο κούρος του ωκεανού
κοιμήθηκε στο χώμα
κι ο κόσμος του αληθινού
δεν ξύπνησε ακόμα.
Πάθος θεού
Εκείνος ήτανε θεός
παλιός και ξεχασμένος,
εκείνος ήτανε Ρωμιός
φτωχός και πονεμένος.
Αποζητεί μες στο κενό
τα μυστικά της χώρας:
τη θάλασσα, τον ουρανό
και το φιλί της ώρας.
Εκείνος ήτανε απλός
δεν ήθελε παζάρια,
εκείνος ήτανε αγνός
και πέταξε τα ζάρια.
Μα στην παρτίδα της ζωής
το πιο μεγάλο λάθος
είναι να κλαις και να πονείς
τα δειλινά με πάθος.
Της ρωμιοσύνης η μπαλάντα
Πήγα στα κάστρα των βουνών για να σε βρω αρχή μου,
πήγα στα σπίτια των χωριών για να σε δω ψυχή μου.
Εκεί που βρίσκεται ψηλά βασανισμένη μνήμη
εκεί που λέγεται κρυφά κατεστραμμένη φήμη.
Χάραξα πέτρες και κορμούς, περγαμενές της φύσης,
μίλησα μ’ άντρες και βοσκούς ανατολής και δύσης.
Εγώ σε έψαχνα παντού στης ξενιτειάς τα μέρη
κι εδώ σε βρήκα ξαφνικά να μου κρατείς το χέρι.
Της λευτεριάς οι κλέφτες
Έχουν νταούλι και βιολί, κλαρίνο και λαγούτο
και παίζουν ούλοι τους μαζί το κλέφτικο ετούτο.
Ακούγοντας τη μουσική τ’ αδέρφια πιάνουν κλάμα,
θυμήθηκαν την ομορφιά και τώρα κάνουν τάμα.
Παίρνουν ντουφέκια και σπαθιά, μπαρούτι και κανόνια
να ξαναβρούν τη λευτεριά, κρυμμένη μες στα χιόνια.
Τον Χάρο δεν φοβούνται πια, δεν θέλουν τα παιδιά του,
καλύτερα στην ξενιτειά παρά μες στη σκλαβιά του.
Η πληγή της Πόλης
Τρεις μέρες κάψαν τον ντουνιά
φράγκοι και σταυροφόροι,
τρεις μέρες κλέψαν τη Ρωμιά
βάρβαροι μισθοφόροι.
Τ’ αγάλματα τα έλιωσαν
για να φτιάξουν τορνέσια,
τα μάρμαρα τα έσπασαν
και μας έβαλαν φέσια.
Πάτησαν την Αγια-Σοφιά
ύπουλοι κατελάνοι
κι ατίμασαν την ομορφιά
άγριοι βενετσιάνοι.
Τραυμάτισαν τη λευτεριά
βασάνισαν το κάστρο,
άρπαξαν όλα τα φλουριά
κι αφάνισαν το άστρο.
Το κυπαρίσσι της μνήμης
στον Άρη Φακίνο
Θεόρατος πολεμιστής
φυλάει καραούλι
κι αόρατος τραγουδιστής
χτυπάει το νταούλι.
Από την αϊτοφωλιά
κοιτούν το κυπαρίσσι
που πετσοκόβει η τουρκιά
αχ! κόκκινο μεθύσι.
Το τυραννούν το φυλαχτό
των ανεμοδαρμένων
και κλαίει όλο το χωριό
των ανεμοπαρμένων.
Τα τείχη τους τα θρυλικά
δεν δέχονται το ούτι,
τα μάτια τους παίρνουν φωτιά
κι ανάβουν το μπαρούτι.
Οι βρακάδες της Μακρινίτσας
στο έργο της Αποστολίας Νάνου Σκοτεινιώτη
Γεννήθηκαν μια χαραυγή
στα πιο παλιά σοκάκια
τραγούδια δίχως εποχή
είν’ τα σταυραδερφάκια.
Οι αναμνήσεις με καφέ
και τσίπουρο γραμμένες
είναι στιγμές με βερεσέ
απ’ τους οχτρούς κλεμμένες.
Τα μέτωπά τους εξηγούν
ό,τι τα μάτια κρύβουν
και τα μπαστούνια διηγούν
ότι ποτέ δεν σκύβουν.
Όλη η μνήμη του χωριού
είναι το καφενείο
και οι λεβέντες του βουνού
το ζωντανό βιβλίο.
Η κίτρινη αποθήκη
Μια ύπουλη υπογραφή
θερίζει τις ιδέες
κι η μυστική καταγραφή
γκρεμίζει τις παρέες.
Αθάνατη υπομονή
έχει η προδοσία,
θανάσιμη αναμονή
είναι η αμνησία.
Η απειλή της κατοχής
πλακώνει σαν το χιόνι
και το ποτό της ανοχής
ναρκώνει με αφιόνι.
Όταν ξεχάσει ο λαός
τη μνήμη και τα ήθη,
θα σκοτωθούν ο ουρανός
κι οι τελευταίοι μύθοι.
Η αντίσταση του χρόνου
Οι γίγαντες κοιτούν τη γη
με αρχοντιά και πόνο
όλη κι όλη μια πιθαμή
χαμένη μες στον χρόνο.
«Μας έδωσαν φτωχό ντουνιά
και ζήσαμε καψώνια,
μας έσωσαν η λευτεριά
και του φωτός τα χρόνια.»
«Ξεφύγαμε απ’ τη σκλαβιά
του χώρου, της σελήνης
χάρις στα κάτασπρα πανιά
της μνήμης της ειρήνης.»
Διάστημα το χρονικό,
απόσταση η ώρα,
ανάστημα ιστορικό
επιθυμεί η χώρα.
Ο πρώτος δάσκαλος
Ήσουν ψηλός και τρυφερός
της κατοχής λεβέντης,
ήσουν γλυκός αφέντης
και κατακαλοκαιρινός.
Μου χάρισες το παρελθόν
το αίσθημα του πόνου,
το πάθημα του χρόνου
και το κλειδί των μυστικών.
Μου έλεγες στον ουρανό
μην ψάχνεις ουτοπία
στη γη θα βρεις τοπία
απίστευτα με το μυαλό.
Έχω τραγούδια στα μαλλιά,
ποιήματα με μέτρα,
έχω στο χέρι πέτρα
και νοσταλγία στην καρδιά.
Η ελπίδα της σιωπής
Η βραδινή αναμονή
το δειλινό τυλίγει
και στα κρυφά ανοίγει
την προμηθένια μας πληγή.
Μια καλοκαιρινή μορφή
με πληγωμένο βλέμμα
που κλαίει πάλι αίμα
διαβάζει άλλη σιωπή.
Η λήθη είναι μια στιγμή
που αγνοεί θυσίες,
χαμένες ιστορίες
και την κλεμμένη μας πηγή.
Μια μνήμη είναι ικανή
να μας λυτρώσει τώρα,
την τελευταία ώρα
από την άλλη κατοχή.
Η χαμένη πατρίδα
Είναι πληγή στον ουρανό
το θλιβερό αστέρι
κι είναι σπαθί στο δειλινό
το τρομερό ασκέρι.
Αλάνα της Ανατολής
ελληνικό χαρμάνι,
ανάγκη άλλης εποχής
θαλασσινό σεργιάνι.
Άδικες είναι οι οργές
που καταστρέφουν ώρες
κι άλικες είναι οι αυγές
όταν πεθαίνουν χώρες.
Ματιές, φωνές, φωτιές, κραυγές
πολιορκούν τα τείχη
κι ο άνεμος κι ο αμανές
παλεύουν με την τύχη.
Ο κόμπος του πεπρωμένου
Τις ταραχές, τις δοκιμές,
τις θύελλες της χώρας
τις νιώθω σαν λαβωματιές
της μνήμης και της ώρας.
Περνώ στο νήμα των στιγμών
σιωπηλά στοιχεία
κι ακολουθώ το παρελθόν
ανοίγοντας βιβλία.
Δεν θέλω πια τους χωρισμούς,
τα σκοτεινά μας πάθη
και νοσταλγώ νέους δεσμούς,
τα φωτεινά μας λάθη.
Το δειλινό της ξενιτειάς
κάποτε θα περάσει,
μα το μαντίλι της σκλαβιάς
τον κόμπο δεν θα χάσει.