33837 - Ανθρώπινες θάλασσες

Ν. Λυγερός

Πάνω στη γη οι ελεύθερες ψυχές περπατούσαν αργά γιατί ένιωθαν μόνες. Με την θάλασσα, μάθαιναν για το απέραντο γαλάζιο που άγγιζε στη συνέχεια τον ίδιο τον ουρανό. Έτσι κομμάτια της Ανθρωπότητας ένιωσαν μέσα τους το υγρό του ουρανού σαν την βροχή και τον αφρό της θάλασσας, σαν το κύμα. Κι όταν η βροχή άγγιζε το κύμα, η ένωσή τους γινόταν σύμβολο της εξαφάνισης των ορίων και η ψυχή έφτανε στην απόλυτη παύση πόνου που άλλοι ονόμαζαν ηδονή, γιατί δεν ήξεραν πόσο μακριά ήταν από τη νιρβάνα που ήταν ένα πεφωτισμένο πείραμα. Αυτή η μεγάλη απόλαυση που ξεχείλιζε από παντού ήταν το ύψος του βάθους και το βάθος του ύψους. Η δύναμη αυτής της αγάπης ήταν αγαλλίαση για την ψυχή που έβλεπε μέσα στη νύχτα τα άστρα που τη φώτιζαν, δίχως ποτέ να σταματήσει το έργο τους. Οι ανθρώπινες θάλασσες γέμιζαν ουσία αμισείας και δεν φοβόντουσαν πια τις πληγές της βαρβαρότητας γιατί ήξεραν ότι το καλοκαίρι υπήρχε και μέσα στον χειμώνα. Και οι ίδιες άνοιγαν διάπλατα το σώμα τους για να υποδεχτούν κάθε στάλα φωτός μέσα τους, που θα τους έδινε τη δύναμη να σηκωθούν δίχως να περιμένουν τα βήματα, αφού θα ήταν μετέωρες χάρη στην πηγή που τις έβλεπε ελεύθερες.