434 - Το νησί της ερήμου
Ν. Λυγερός
(Στην έρημο της Λήμνου.) (Full shot) -> (Close up)
(Στο βάθος βλέπουμε έναν άνθρωπο να περπατά. Είναι ολομόναχος στο σύμπαν.) (Medium long shot)
(Αν και η ζέστη είναι ανυπόφερτη αυτός φορά ένα σχισμένο παλτό.) (Medium shot)
(Φαίνεται κουρασμένος και περπατά όλο και πιο σιγανά.) (Medium close shot)
(Πέφτει στα γόνατά του. Είναι ο Ιάκωβος.) (Close up)
(Προσπαθεί να σηκώσει τα χέρια του προς τον ήλιο και πέφτει.)
(Πίσω του, πολύ μακριά, φαίνεται ένας άλλος άνθρωπος.) (Full shot)
(Ο Χρήστος γονατίζει και παίρνει στην αγκαλιά του τον Ιάκωβο.) (Medium shot)
Χρήστος : Δεν είσαι μόνος, Ιάκωβε… (Χρόνος) Δεν ήρθε η ώρα σου…
Ιάκωβος : Πως βρέθηκες εδώ, Χρήστο ;
Χρήστος : Σου είπα δεν ήρθε η ώρα σου…
Ιάκωβος : Ήθελα ν’ακούσω τη σιωπή των ανθρώπων…
Χρήστος : Αυτά που άκουγες δεν ήταν αρκετά ;
Ιάκωβος : Δεν τα άντεξα άλλο ! (Χρόνος) Ήθελα ν’ ακούσω τη μουσική της σιωπής…
Χρήστος : Το φως της όμως καίει…
Ιάκωβος : Μόνο στην έρημο μπορούμε ν’ανοίξουμε τα φτερά μας…
Χρήστος : Τα δικά σου όμως είναι σπασμένα, φίλε μου.
Ιάκωβος : Το ξέρω… Μα ήθελα να δουν τον ήλιο μια τελευταία φορά Πριν πετάξω…
Χρήστος : Κανείς δε θα καταλάβει τη θυσία σου…
Ιάκωβος : Εσύ όμως είσαι εδώ…
Χρήστος : Κοντά σου.
Ιάκωβος : Εδώ, για μένα, είσαι η μόνη ανθρωπότητα… (Ο Χρήστος σηκώνεται με τον Ιάκωβο στην αγκαλιά του) Άσε με, Χρήστο, όλα τελείωσαν τώρα…
Χρήστος : Ο κόσμος σε θέλει (Σιωπή) Ζει με τη ψυχή σου…
Ιάκωβος : Δίχως φτερά, το κορμί μου δε μπορεί να σηκώσει το βάρος τους
Χρήστος : Θα το βαστώ εγώ. (Αρχίζει να περπατά…)
Ιάκωβος : Έως πότε όμως ;
Χρήστος : Έως το τέλος μου !
Ιάκωβος : Δε θέλω να είμαι ένα βάρος για σένα Άσε με να πεθάνω…
Χρήστος : Ακόμα κι αν το κάνεις θα σε φέρω πίσω !
(Στον ορίζοντα, εκεί όπου ο ουρανός αγγίζει την έρημο, ανοίγουν τα φτερά του…) (Full shot)
(Ένα καράβι μπαίνει στο λιμάνι του κόσμου. Φαίνεται να πλέει πάνω στην άμμο. Αλλαγή χρώματος.) (Η Λουτσία, η Εύα κι ο Αντρέας κοιτάζουν το λιμάνι της Λήμνου.) (Full shot)
Εύα : Τι μέρα έχουμε σήμερα ; (Medium close shot)
Αντρέας : Δεν ξέρω, πάντως δεν είναι Κυριακή… (Χρόνος) Φτάσαμε στον κόσμο του Ιάκωβο υ και του Χρήστου…
Λουτσία : Πού να είναι άραγε ;
Αντρέας : Στο μόνο μέρος που δεν χωράει ο νους μας…
Εύα : Εδώ ακόμα και η ομορφιά κουράζει…
Αντρέας : Μ’αυτούς ακόμα και η σκόνη είναι κομμάτια φωτός
Λουτσία : Φοβάμαι για τον Ιάκωβο…
Εύα : Όπου και να είναι, ο Χρήστος θα είναι κοντά του…
Λουτσία : Μα δε μπορεί να μας σώσει όλους !
Αντρέας : Ζει μ’αυτή την ήττα από παιδί !
Εύα : Δε φταίει αυτός…
Αντρέας : Υπάρχει όμως, και αυτό φτάνει για να τον καταδικάσει…
Λουτσία : Για πόσες μέρες ακόμα ;
Αντρέας : Όσες έχει, τόσες θα βοηθήσει…
(Σ’ένα σπιτάκι… Ο Ιάκωβος είναι ξαπλωμένος σ’ένα κρεβάτι… Δίπλα του, ο Χρήστος του κρατάει το χέρι του Ακούγεται ο ήχος ενός μπαγλαμά Ο Χρήστος γυρίζει το κεφάλι του και βλέπει τον κυρ Θάνο…) (Medium long shot)
Χρήστος : Ευχαριστώ που ήρθες… (Χρόνος) Σε περίμενε… (Medium shot)
Κυρ Θάνος : Κοιμάται ;
Χρήστος : Όχι, ακούει τη σιωπή των ανθρώπων…
Κυρ Θάνος : Τι πρέπει να του παίξω ;
Χρήστος : Ότι τραβάει η ψυχή σου !
Κυρ Θάνος : Ζει η μάνα του ;
Χρήστος : (Χαμογελώντας) Να’σαι καλά !
(Ο κυρ Θάνος παίζει : Κάποια μάνα αναστενάζει.)