79766 - Η σιροπιαστή ομορφιά

Ν. Λυγερός

Δεν περίμενε να ξυπνήσει για να πιάσει το γλυκό. Το έβλεπε να στάζει μέλι ήδη και δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να το δοκιμάσει. Άνοιξε τα φύλλα που έμοιαζαν με πέταλα λουλουδιού κι ένιωσε πάνω του το έργο της μέλισσας. Δεν βιάστηκε. Παρέμεινε διακριτικός για να μην την ξυπνήσει. Τη φανταζόταν με τη θέληση της ψυχής και τον ύπνο του σώματος. Ήταν τόσο γλυκιά, πώς να μην τη φιλήσει με τον αγαπημένο της τρόπο. Όλη η σκέψη του επικεντρώθηκε στο γλωσσικό πρόβλημα όπως έλεγαν και παλαιότερα. Αλλά τώρα είχε αποκτήσει μία άλλη διάσταση. Μπορούσε να εμβαθύνει τις γνώσεις του. Τότε σκέφτηκε τη δομή του millefeuille και θέλησε να δοκιμάσει το περιεχόμενο. Δεν ήταν chantilly ούτε γιώτης. Είχε άλλο άρωμα κι άλλη υφή επιπλέον λειτουργούσε διαδραστικά. Έτσι ακολούθησε την πρέπουσα σειρά για να μην χαθεί στον λαβύρινθο των αισθήσεων που του θύμισε την αυτοκρατορία. Άγγιξε το υγρό νήμα της Αριάδνης κι έτσι κατέληξε στην πηγή του γλυκού. Η απόλαυση του θύμισε εκείνο το υποβρύχιο που έσταζε βανίλια και δεν ήξερε αν έπρεπε να το πιει, να το γλύψει ή να το φάει. Γι’ αυτό έκανε και τα τρία. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Είχε ακόμα στα χείλη της το όνειρό της.