Δεν του είχε ζητήσει τίποτα. Δεν ήθελε. Τουλάχιστον με άμεσο τρόπο. Αυτό είπε. Αλλά είχε καταλάβει κάθε χάρη που δεν είχε εκφράσει ανοιχτά. Έτσι είχε αρχίσει ο σιωπηλός διάλογος. Δεν έκρυβε όμως πόσο το ήθελε. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Το απέραντο γαλάζιο ήταν παντού ακόμα και στο πιο κρυφό σημείο. Αλλά κανείς δεν το φανταζόταν εκτός από εκείνον. Λόγω της θάλασσας φαινόταν μόνο πάνω από τους ώμους. Λες κι ήταν άγαλμα μπρούντζινο που είχε μαυρίσει με τον ήλιο. Μόνο δύο κορδέλες έδειχναν ότι δεν ήταν γυμνή και αυτό από μόνο του ήταν η απόδειξη της φυσικής ομορφιάς που δεν είχε ανάγκη από τίποτα. Του χαμογέλασε όταν κατάλαβε ότι θα έκανε αυτό που δεν του είχε ζητήσει. Έτσι κατάλαβε ότι ήταν η ώρα να αρχίσει η νέα αποστολή. Δεν είχε ξεχάσει την ακτή. Είχε καρφωθεί στη μνήμη του από την αρχή λόγω των ήλιων της νύχτας που την είχαν φωτίσει μέσα στο σκοτάδι. Αυτό έψαχνε και τώρα ένα άλλο φως του μαύρου. Το υγρό φως της βαθιάς πέτρας.