42034 - Όταν έσπασαν τα κόκκαλα
Ν. Λυγερός
Δεν ήθελε να λυγίσει κανένα από τους πολιορκητές
μόνο να σπάσει τα κόκκαλά τους με τη γλώσσα
όπως το ήθελε η παράδοση της χιλιετίας.
Ήταν εφήμεροι και προσωρινοί αλλά επειδή
ποτέ δεν είχαν συναντήσει ούτε αιωνόβιους
πίστευαν ότι ήταν αθάνατοι μέσα στο παρόν
και θα τους έδειχνε πως είχαν κάνει ένα τρομερό λάθος
και ότι δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία
αφού είχαν προδώσει ανεπανόρθωτα την πατρίδα.
Οι αγωνιστές είχαν εντοπίσει τα τρωτά τους σημεία
αλλά περίμεναν μία ενίσχυση για να περάσουν
στην ένοπλη αντεπίθεση στο όνομα της ελευθερίας.
Και αυτή η στιγμή είχε έρθει.
Κανένα δρεπάνι, κανένα σφυρί δεν θα τους βοηθούσε
για να φυλαχτούν από τα σπασμένα σπαθιά
που θα πετσόκοβαν τα κορμιά της βαρβαρότητας.
Η πίστη τους είχε ως όριο το κεφάλαιο
και δεν ήξεραν τίποτα από το βιβλίο της ιστορίας.
Ποτέ δεν είχαν δει εικόνα του Χριστού με σπαθί στο χέρι
και γι’ αυτό δεν είχαν ιδέα τι τους περίμενε
με αυτήν την επιστροφή.
Άλλωστε δεν είχαν κανένα να ικετεύσουν
αφού δεν πίστευαν σε κανένα.
Ενημερώθηκε από τους αγωνιστές πότε θα χτυπούσαν
την επόμενη φορά και τους έδειξε πού να τους βάλουν
όταν θα είχαν χάσει την εφήμερη ζωή τους.
Ο ήλιος της δικαιοσύνης θα ήταν παρών στη μάχη
για να μην υπάρξει καμία σκιά
όταν θα έβγαινε η ομάδα κρούσης.
Δεν θα υπολόγιζαν κανένα κόστος
διότι το χτύπημα θα έπρεπε να δώσει τέρμα
ακόμα και στην παρουσία τους.
Έτσι όταν ήρθε η ώρα της Δεύτερης Παρουσίας
το φως έγινε τόσο βαρύ που δεν το άντεξε
καμία από τις σκιές των εχθρών
μία μία έπεφταν ακρωτηριασμένες
λόγω της τελικής κρίσης.