Ο ιππότης έβλεπε τις ψυχές τους
σαν λουλούδια
που ήταν πάντα νέα
πάνω στον κορμό του Χρόνου
και το σπαθί του
τα προστάτευε
και ποτέ δεν τα έκοβε
ό,τι και να του έκαναν
γιατί είχαν το δικαίωμα
αφού είχαν κάνει
την αναγκαία υπέρβαση
έτσι όλα τα άλλα
ήταν απόλαυση ελευθερίας
που δεν είχε όρια
αφού έτσι ήταν
κι η βαθιά του αγάπη.
Οι ψυχές
ήταν τα χρώματα του Χρόνου
και πάντα
τα φιλούσε
στα πέταλα
για να νιώθουν το χάδι
του χαμόγελού του
πάνω στην ψυχή τους.
Κι όταν άνοιγαν
και ζούσε πάνω του
το άρωμα τους
κι η γεύση τους
ήταν χορωδία
που αγκάλιαζε
τον συνθέτη
του έργου
για να συνεχίσει.